Ο λιβαδόκιρκος είναι είδος ημερόβιου αρπακτικού πτηνού, ένα από τα μέλη της ομάδας των κίρκων, που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο, Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Circus pygargus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[3]
Η λατινική λέξη pygargus είναι ελληνική: πύγαργοςarjuna=λευκός, φωτεινός), δηλ. «ό έχων λευκή ουρά».[4]. Προφανώς, η ονομασία αναφέρεται στο λευκό ουροπύγιο του πτηνού, παρόλο που αυτό είναι ελάχιστα ορατό.
Η αγγλική ονομασία του είδους (Montagu’s Harrier), οφείλεται στον Άγγλο φυσιοδίφη George Montagu (1753-1815), προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε.
Η ελληνική ονομασία του είδους παραπέμπει στο κυριότερο ενδιαίτημα του πτηνού.
Ο λιβαδόκιρκος έχει ευρεία περιοχή εξάπλωσης στον Παλαιό Κόσμο, με τα δυτικά όρια στην περιοχή της Ιβηρικής και της Σενεγάλης και τα ανατολικά στη Σιβηρία, τη Μογγολία και το Μπανγκλαντές. Το βόρειο όριο της κατανομής βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Βρετανίας και τη νότια Σουηδία, ενώ το νότιο όριο εκτείνεται μέχρι τη Νότιο Αφρική.
Ο λιβαδόκιρκος είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, που δεν απαντάται ως μόνιμος (επιδημητικός) κάτοικος, παρά μόνον ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, διαχειμάζων και μεταναστευτικός. Οι περιοχές αναπαραγωγής στην Ευρασία, όπου έρχεται τα καλοκαίρια, βρίσκονται σε μία ευρεία ζώνη με δυτικά όρια την Ιβηρική, και τη Γαλλία και, δια μέσου διάσπαρτων θυλάκων αναπαραγωγής σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, περνάνε στην Ουκρανία, τις χώρες του Καυκάσου, τη Ν. Ρωσία και το Καζακστάν, για να φθάσουν μέχρι τη Μογγολία, όπου είναι και τα ανατολικά όριά τους. Οι νοτιότερες περιοχές αναπαραγωγής βρίσκονται στα σύνορα Ιράκ και Ιράν, περίπου, ενώ στην Αφρική, ο Λιβαδόκιρκος αναπαράγεται σε μικρές περιοχές του Μαρόκου, της Αλγερίας και της Τυνησίας.
Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται μακριά και νότια των περιοχών αναπαραγωγής, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Στην Ασία, βρίσκονται σε περιοχές του Πακιστάν, της Ινδίας, του Νεπάλ και του Μπανγκλαντές, μέχρι νότια στη Σρι Λάνκα. Στην Αφρική, όπου και διαχειμάζει μεγάλος όγκος του παγκόσμιου πληθυσμού, οι περιοχές εκτείνονται από τη Σενεγάλη στα δυτικά και, μέσω μίας μεγάλης ζώνης παράλληλης με τον ισημερινό, φθάνουν στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας, στην Ερυθραία και τη Σομαλία. Προς νότον, οι περιοχές διαχείμασης φθάνουν μέχρι τη Ναμίμπια και τη Νότια Αφρική.
Στην Ελλάδα, ο λιβαδόκιρκος περνάει κατά τις δύο μεταναστεύσεις, αλλά δεν είναι βέβαιο εάν φωλιάζει. Πάντως, ακόμη και άν συμβαίνει αυτό, τα ζευγάρια αναπαραγωγής δεν φαίνεται να ξεπερνάνε τους μονοψήφιους αριθμούς.[5]
Ο λιβαδόκιρκος θεωρείται εξαιρετικός ταξιδευτής, καλύπτοντας μεγάλες αποστάσεις κατά την μετανάστευση. Η φθινοπωρινή αποδημία στην Ευρώπη ξεκινάει στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, φθάνοντας στην κορύφωσή της στα μέσα με τέλη Αυγούστου, ενώ στις βόρειες επικράτειες, μπορεί να παραταθεί μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί μεταναστεύουν σχεδόν πάντοτε στην Αφρική, κυρίως σε περιοχές του Σαχέλ. Η εαρινή αποδημία πραγματοποιείται συνήθως μέσω του Γιβραλτάρ, αρχίζει στα τέλη Μαρτίου και διαρκεί μέχρι τις αρχές Μαΐου, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι, τα νεαρά άτομα ηλικίας ενός έτους, περνάνε το πρώτο τους καλοκαίρι στις περιοχές διαχείμασης.
Τυχαία, περιπλανώμενα άτομα έχουν φθάσει μέχρι την Ιρλανδία, την Ισλανδία και το Μπαχρέιν, ενώ στην Αφρική μέχρι το Πράσινο Ακρωτήριο και το Κονγκό. [1]
Στην Ελλάδα, τα πρώτα πουλιά φθάνουν στα μέσα Απριλίου και φεύγουν νωρίς τον Σεπτέμβριο. Αξιοσημείωτο είναι ότι, την άνοιξη έρχεται σημαντικός αριθμός πουλιών, ενώ κατά τη φθινοπωρινή αποδημία, ελάχιστα άτομα παρατηρούνται.[5]
Ο λιβαδόκιρκος μπορεί να βρεθεί σε μια ζώνη μέσου γεωγραφικού πλάτους, με εύκρατα κλίματα, αλλά επίσης, στη Μεσόγειο και στις ψυχρές ζώνες. Αν και έχει βρεθεί να φωλιάζει μέχρι και στα 1500 μέτρα, είναι ουσιαστικά είδος πεδινών περιοχών, που φωλιάζει κυρίως στις κοιλάδες ποταμών, πεδιάδες, και στα μέρη που γειτνιάζουν με τις λίμνες και τη θάλασσα. Μπορεί να αναπαράγεται σε υγρότοπους, αν και αυτοί είναι συχνά μικρότεροι και ξηρότεροι από εκείνους που χρησιμοποιούνται από τον καλαμόκιρκο. Χρησιμοποιεί, επίσης, χέρσα εδάφη και αμμοθίνες, ενώ μπορεί να βρεθεί και στη στέπα. Προσαρμόζεται σε θαμνότοπους με ακανθώδεις θάμνους ή ρείκια και, σε εκτάσεις με μικρά κωνοφόρα.
Όταν δεν υπάρχει άλλος κατάλληλος βιότοπος, τότε φωλιάζει και σε καλλιεργήσιμα εδάφη, όπου, όμως, είναι ευάλωτος από τις διαδικασίες συγκομιδής. Μεταξύ αυτών που επιλέγει, είναι κυρίως λιβάδια και καλλιέργειες δημητριακών, όπως με σιτάρι, κριθάρι, βρώμη και κράμβες. Στη δυτική Ευρώπη, μέχρι και το 70% του πληθυσμού, φωλιάζει σε τεχνητά ενδιαιτήματα. Γενικά, για την αναπαραγωγή του, χρειάζεται μεγάλο ανοικτό χώρο, με αρκετά υψηλή βλάστηση για να παρέχεται κάλυψη, δεν πρέπει όμως η περιοχή να είναι κατάφυτη. Ευνοούνται σημεία όπου τα πουλιά μπορούν να ξεκουραστούν και να ερευνούν την περιοχή αναπαραγωγής: αυτά μπορεί να είναι στύλοι προστατευτικής περίφραξης, μικρά δέντρα, ή βραχώδεις προεξοχές. Όταν κυνηγάει, ανεξαρτήτως εποχής, προτιμάει περιοχές με χαμηλή ή αραιή βλάστηση, όπου το θήραμα είναι πιο ορατό. Οι πυκνοκατοικημένες περιοχές γενικά αποφεύγονται, ενώ είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στις ανθρώπινες οχλήσεις.
Ο λιβαδόκιρκος είναι ένας μετρίου μεγέθους ευρωπαϊκός κίρκος, ίσος ή ελαφρά μεγαλύτερος από τον στεπόκιρκο. Όπως και οι άλλοι κίρκοιεμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό.
Στα ενήλικα αρσενικά το κεφάλι, η κορυφή του κορμού, τα άνω καλυπτήρια φτερά και η κάτω επιφάνεια του σώματος, μέχρι την κοιλιά, είναι χρωματισμένα σκούρα γκρι. Από τα μέσα της κοιλιάς και κάτω, συμπεριλαμβανομένων των εκεί καλυπτηρίων στο ύψος των καρπικών αρθρώσεων, το χρώμα είναι λευκό, με λίγο πολύ κάθετες κοκκινωπές γραμμώσεις. Τα δευτερεύοντα ερετικά φτερά είναι επίσης ανοικτά γκρι με μια μαύρη εγκάρσια λωρίδα στο επάνω μέρος και δύο μπάρες στο κάτω μέρος. Τα πρωτεύοντα ερετικά είναι μαύρα πάνω και κάτω. Συνολικά, στις πτέρυγες διακρίνονται τρία χρώματα: σκούρο γκρι, λευκόγκριζο και μαύρο. Τα φτερά της ουράς είναι σκούρα γκρι με αχνές ραβδώσεις, ενώ είναι επίσης δυσδιάκριτο το κάπως λευκότερο ουροπύγιο.
Τα ενήλικα θηλυκά είναι μετρίου καφέ χρώματος στην κορυφή του κεφαλιού, πίσω στον αυχένα, την πλάτη και τα ανώτερα καλυπτήρια φτερά, ενώ τα μικρά καλυπτήρια στο μέσο της φτερούγας είναι πιο ανοικτόχρωμα. Οι πτέρυγες είναι σκούρες καφέ στην επάνω πλευρά, με ένα κάπως πιο μαυριδερό άκρο. Η ουρά έχει λευκό ουροπύγιο, σαφώς πιο διακριτό από του αρσενικού. Τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι ανοιχτά καφέ με διαδοχικές σκουρόχρωμες λωρίδες και, μια σχετικά μεγάλη μαύρη ταινία στην άκρη. Το κάτω μέρος του σώματος είναι πολύ πιο ανοιχτόχρωμο, συνολικά, με χαρακτηριστικές μπεζ-καφέ πιτσιλιές. Η κάτω πλευρά των πτερύγων και των φτερών της ουράς είναι γενικά σκούρα καφέ προς το μαύρο, με κλιμακώσεις. Στο κεφάλι φαίνεται μία στενή σκούρα λωρίδα στα μάτια, υπόλευκη κάτω από αυτά, ενώ η πίσω πλευρά των παρειών έχει χρώμα σκούρο καφέ.
Η ίριδα, το κήρωμα και τα πόδια είναι κίτρινα στα ενήλικα πουλιά, ενώ το ράμφος και οι γαμψώνυχες είναι μαύρα.
Ο λιβαδόκιρκος, κατά την πτήση, έχει το χαρακτηριστικό πέταγμα των κίρκων, πετάει δηλαδή χαμηλά πάνω από το έδαφος, με τις πτέρυγες ανορθωμένες σε σχήμα V. Έχει λεπτή σιλουέτα και φτερούγες, ενώ το πέταγμά του είναι πολύ «ανάλαφρο» και, κάποιες φορές, θυμίζει εκείνο της πεταλούδας.[5]
Οι λιβαδόκιρκοι κυνηγούν πάνω από ανοικτές εκτάσεις και, όπως και οι άλλοι κίρκοι, κυρίως στα χαμηλά, με χαρακτηριστικές εμπρός και πίσω κινήσεις, και τις πτέρυγες ανορθωμένες σε σχήμα V. Κυνηγάει σε σχετικά χαμηλές ταχύτητες (περίπου 30 χμ/ώρα), αιφνιδιάζοντας το θήραμα, το οποίο συλλαμβάνει σε μικρή απόσταση από την επιφάνεια του εδάφους, είτε και πάνω στο έδαφος, κυνηγώντας το για πολύ μικρές αποστάσεις. Γενικά, θεωρείται από τους πιο ευέλικτους και επιδέξιους στο κυνήγι κίρκους, εάν όμως το θήραμα καταφέρει να αποδράσει, δεν καταδιώκεται στη συνέχεια.
Η κύρια διατροφή του λιβαδόκιρκου αποτελείται από μικρά θηλαστικά, ή γενικότερα μικρά εδαφόβια ζώα που ζουν σε περιοχές με χαμηλή ή αραιή βλάστηση. Δεδομένου ότι αυτό το πουλί έχει ευρεία κατανομή, θα συλλάβει ό,τι θήραμα είναι διαθέσιμο στην περιοχή όπου ζει και φωλιάζει. Σημαντικό μέρος της λείας αποτελείται από μικρά τρωκτικά (χωραφοπόντικες, αρουραίοι), μικρά πουλιά και μεγάλα έντομα (ακρίδες, λιβελούλες) ή σκαθάρια. Στη στέπα, το κύριο μέρος της διατροφής του αποτελούν οι σπερμόφιλοι (sousliks), ενώ στη νότια Ευρώπη, κυρίως οι σαύρες και τα μεγάλα έντομα. Περιστασιακά, μπορεί να στραφεί και σε θνησιμαία, κυρίως σε σκοτωμένα ή τραυματισμένα ζώα στις άκρες αυτοκινητοδρόμων. Σε περιοχές όπου η παροχή τροφής εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τα τρωκτικά, η αναπαραγωγική επιτυχία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις κυκλικές διακυμάνσεις των πληθυσμών των αρρουραίων.[8]
Στις χώρες της Αφρικής , όπου βρίσκονται τα χειμαδιά, το φάσμα τροφής είναι σαφώς πολύ μικρότερο από ό,τι στην περιοχή αναπαραγωγής, με την κύρια λεία να είναι οι ακρίδες, τις οποίες πολλές φορές ακολουθούν όταν εμφανίζονται τα μεγάλα σμήνη τους.[9][10]
Οι ερωτοτροπίες ξεκινάνε με την άφιξη των αρσενικών στους τόπους αναπαραγωγής. Αποτελούνται κατά κύριο λόγο από θεαματικές επιδείξεις πτήσης του αρσενικού, σπάνια και από τους δύο συντρόφους. Οι πτήσεις αυτές, συνήθως συνοδεύονται από φωνητικά καλέσματα, με το θηλυκό να κάθεται σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, ή να καταδιώκεται περιστασιακά.[11] Οι λιβαδόκιρκοι είναι συνήθως μονογαμικοί, δεν αποκλείεται όμως, να εμφανιστεί ακόμη και μετά την έναρξη της ωοτοκίας, περιστασιακά διγαμία και, ζευγάρωμα με ένα δεύτερο θηλυκό.
Η φωλιά βρίσκεται συνήθως απευθείας πάνω στο έδαφος, ξηρό ή ελαφρά υγρό, πολύ σπάνια σε πολύ βρεγμένο. Η παρακείμενη βλάστηση δεν πρέπει να είναι, ούτε πολύ ψηλή ούτε πολύ πυκνή και, έχει συνήθως περίπου 1 μ. ύψος, ενώ φωλιές μέσα σε ψηλά καλάμια κατασκευάζονται μόνον όταν υπάρχουν μεγάλα κενά. Όταν το φώλιασμα γίνεται, στην κεντρική Ευρώπη, μέσα σε καλλιέργειες, τότε επιλέγονται χωράφια με κριθάρι, σιτάρι ή σίκαλη, δεδομένου ότι τα σπαρτά συνήθως είναι ήδη αρκετά ψηλά κατά την άφιξη των πτηνών αναπαραγωγής.[12]
Η φωλιά κατασκευάζεται από καλάμια, ξερόκλαδα και σκληρό γρασίδι, επιστρωμένη με μαλακό χορτάρι και είναι, μάλλον, μια ρηχή κατασκευή, διαμέτρου 30-40 εκατοστών, αλλά μπορεί να φθάσει και τα 80 εκατοστά. Πολλές φορές η παρακείμενη βλάστηση αποκόπτεται για να υπάρχει ορατότητα ενώ, σπανιότερα, τα ζευγαρώματα γίνονται σε χαλαρές, ολιγομελείς αποικίες.[13]
Η γέννα που, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, μπορεί να πραγματοποιηθεί από τα μέσα Απριλίου μέχρι μέσα Μαΐου ή αρχές Ιουνίου, αποτελείται από 4-5 αβγά, κάποιες φορές, όμως, μπορεί να φθάσει μέχρι και 10 αβγά. Η εναπόθεση γίνεται με διαστήματα μιάμισης μέχρι τριών ημερών μεταξύ τους, και η επώαση -που ξεκινάει από το πρώτο αβγό-, πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 27-40 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή.[14] Μετά την εκκόλαψη, την σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό για 21 ημέρες.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, το αρσενικό εφοδιάζει το θηλυκό και αργότερα τους νεοσσούς με τροφή. Ο αριθμός των «ανεφοδιασμών» κυμαίνεται από 5 έως 6 φορές την ημέρα κατά τη διάρκεια της επώασης, μέχρι 7 έως 10 φορές την ημέρα, όταν οι νεοσσοί έχουν εκκολαφθεί, αν και το αρσενικό μπορεί να παρεμποδίζεται απο υγρές, ομιχλώδεις ή και θυελλώδεις καιρικές συνθήκες. Με ένα τρόπο, χαρακτηριστικό στους κίρκους, το θήραμα «περνάει» από το αρσενικό στο θηλυκό, εν πτήσει: το θηλυκό πετάει κάτω από το αρσενικό, ο οποίος ρίχνει το θήραμα για να το πιάσει εκείνη. Το αρσενικό κυνηγάει σε μια μεγάλη περιοχή μέχρι και 12 χιλιόμετρα μακριά από τη φωλιά. Το θηλυκό κυνηγάει κοντά στη φωλιά, μέχρι 1 χλμ., και μόνον όταν οι νεοσσοί έχουν εκκολαφθεί.
Οι νεοσσοί στέκονται στα πόδια τους στις 12 ημέρες, και ολοκληρώνουν το πρώτο τους πτέρωμα στις 30 ημέρες. Οι μικρότεροι νεοσσοί, είναι πολύ πιθανόν να πεθάνουν νωρίς. Το πρώτο πέταγμα πραγματοποιείται στις 35-40 ημέρες, περίπου, αλλά μένουν κοντά στους γονείς τους, για λίγες ημέρες ακόμη.[14]
Στην Ελλάδα ο λιβαδόκιρκος πιθανότατα δεν φωλιάζει, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Πάντως, εάν φωλιάζει, αυτό γίνεται στη Β. Ελλάδα και σε ελάχιστους αριθμούς.[5]
Παρά το γεγονός ότι, το είδος στην Ευρώπη έχει σχετικά ευρεία κατανομή, δεν είναι τόσο κοινό σε πολλούς τομείς της επικράτειάς του και, κάποιοι εύρωστοι πληθυσμοί υπάρχουν μόνο στη Γαλλία, την Ισπανία, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και την Πολωνία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το είδος περιορίζεται στη νότια Αγγλία, ενώ στην Ιρλανδία είναι σπάνιο, κυρίως στα νότια, αν και υπάρχει μια σειρά από καταγραμμένα αρχεία αναπαραγωγής.[15]
Στη δυτική Ευρώπη, εκτιμάται ότι περίπου το 70% των ζευγαριών αναπαραγωγής φωλιάζει σε γεωργικές εκτάσεις, κυρίως καλλιέργειες δημητριακών. Το γεγονός αυτό καθιστά τον λιβαδόκιρκο ιδιαίτερα ευάλωτο, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προστασία της φωλιάς του. Οι ορνιθολογικές και διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις συμμετέχουν στην προστασία των φωλιών, σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες γης. Μόλις μια φωλιά εντοπίζεται σε έναν τομέα, μπορεί να προστατευθεί είτε με τη μετεγκατάσταση σε ένα ασφαλέστερο χώρο, είτε με τη δημιουργία ενός προστατευόμενου χώρου που δεν θα καταστραφεί κατά τη συγκομιδή.[10] Στη Γαλλία και στην Ιβηρική χερσόνησο, κατά μέσο όρο, ένα 60% των νεοσσών σώζεται από αυτά τα μέτρα.[16] Παρόλ'αυτά, ο λιβαδόκιρκος σήμερα κατατάσσεται ως είδος Ελαχίστης ανησυχίας από την IUCN.[1]
Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, παρόλο που είναι προστατευόμενο είδος (Παρ. 1 απόφασης 414985/1985 ΥΠΓΕ). Ιστορικά, υπήρχαν πληροφορίες για φώλιασμα στο Δέλτα του Νέστου, αλλά η πρώτη αποδεδειγμένη καταγραφή φωλιάσματος, ήταν μόλις το 1980 στην περιοχή της λίμνης Χειμαδίτιδας και, έκτοτε, ο νομός Φλωρίνης ήταν η μόνη περιοχή αναπαραγωγής σε όλο τον ελλαδικό χώρο.[17] Σήμερα, όμως, δεν είναι γνωστός ο ακριβής αναπαραγόμενος πληθυσμός, διότι απαιτείται επακριβής χαρτογράφηση των θέσεων φωλιάσματος –εάν εξακολουθούν να υπάρχουν-.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στη χώρα είναι η λαθροθηρία, αφού μέχρι πρόσφατα, μεγάλος αριθμός λιβαδόκιρκων θηρευόταν παράνομα, ιδιαίτερα κατά την εαρινή μετανάστευση.[18]
Έτσι, ειδικά για την Ελλάδα, ο λιβαδόκιρκος ανήκει στην κατηγορία Κινδυνεύοντα (Endangered, Ε1)
Στον ελλαδικό χώρο, o Λιβαδόκιρκος απαντάται και με τις ονομασίες Πύγαργος, Λέπαργος.[19]
Ο λιβαδόκιρκος είναι είδος ημερόβιου αρπακτικού πτηνού, ένα από τα μέλη της ομάδας των κίρκων, που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο, Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Circus pygargus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.