Η Κήλεος (Celosia), είναι ένα μικρό γένος εδώδιμων και καλλωπιστικών φυτών στην οικογένεια αμαράντου των Αμαρανθοειδών (Amaranthaceae). Η ονομασία του γένους προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κήλεος», που σημαίνει «καύση»[2] και αναφέρεται στις φλογόμορφες κεφαλές των ανθέων. Στα Αγγλικά το είδος είναι κοινώς γνωστό ως woolflower ή αν οι κεφαλές των ανθέων είναι με λοφίο (crested) από πλάτυνση (fasciation), χτένα πετεινών (cockscombs).[3] Τα φυτά είναι πολύ συνηθισμένα στα υψόμετρα της Ανατολικής Αφρικής και στα Σουαχίλι ονομάζονται mfungu (μφούνγκου).
Το φυτό είναι ετήσιο (annual).[Σημ. 1] Η παραγωγή των σπόρων προς σπορά σε αυτά τα είδη μπορεί να είναι πολύ υψηλή, 200 έως 700 kg ανά εκτάριο. Μια ουγγιά (oz) σπόρων, μπορεί να περιέχει έως και 43.000 σπόρους. Χίλιοι σπόροι μπορεί να ζυγίζουν 1,0-1,2 γραμμάρια. Ανάλογα με την τοποθεσία και τη γονιμότητα του εδάφους, η ανθοφορία μπορεί να διαρκέσει 8-10 εβδομάδες.
Η Κήλεος η λοφιοφόρος (Celosia cristata) στην Κίνα και σε άλλα μέρη είναι ένα κοινό καλλωπιστικό φυτό κήπου.
Η Κήλεος η αργυρά ποικ. αργυρά (Celosia argentea ποικ. argentea) ή Σπανάκι Λάγος επίσης γνωστό ως χόρτο ορτυκιού, Soko, Celosia, cockscomb φτερό) είναι ένα πλατύφυλλο ετήσιο φυλλώδες λαχανικό. Φυτρώνει σε ολόκληρο το Μεξικό, όπου είναι γνωστό ως «Βελούδινο λουλούδι», στη βόρεια Νότια Αμερική, τροπική Αφρική, δυτικές Ινδίες, Νότια, Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, όπου καλλιεργείται ως μητρικό ή εγγενές αγριολούλουδο και καλλιεργείται ως θρεπτικό πράσινο φυλλώδες λαχανικό. Είναι παραδοσιακή τροφή των χωρών της Κεντρικής και Δυτικής Αφρικής και είναι ένα από τα κορυφαία φυλλώδη πράσινα λαχανικά στη Νιγηρία, όπου είναι γνωστό ως "soko yokoto", που σημαίνει «κάνει τους συζύγους χοντρούς και ευτυχισμένους».[4] Στην Ισπανία, είναι γνωστό ως «λειρί Πετεινού», λόγω της εμφάνισής του.
Ως κόκκος, η χτένα πετεινού (Cockscomb) είναι ένα ψευδοδημητριακό, δεν είναι αληθινό δημητριακό.
Αυτά τα φύλλα, οι νεαροί βλαστοί και οι νεαρές ταξιανθίες χρησιμοποιούνται για βραστό, καθώς μαλακώνουν εύκολα στο μαγείρεμα. Τα φύλλα, επίσης, έχουν μια μαλακή υφή και μια ήπια γεύση σαν σπανάκι. Επίσης, ταιριάζει γευστικά με γεύσεις όπως της καυτερή πιπεριάς, του σκόρδου, του φρέσκου λάιμ, του κόκκινο φοινικέλαιου και τρώγονται ως συνοδευτικό πιάτο.
Παρά την Αφρικανική της προέλευση (ισχυρισμός ο οποίος αμφισβητείται), η Celosia είναι γνωστή ως είδος διατροφής στην Ινδονησία και την Ινδία. Επιπλέον, στο μέλλον μπορεί να τρώγεται από ευρύτερο πληθυσμό, ιδιαίτερα στις θερμές και υποσιτισμένες περιοχές της ισημερινής ζώνης. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ήδη χαιρετιστεί ως το-συχνά-επιθυμούμενο-λαχανικό που «φυτρώνει σαν ζιζάνιο χωρίς απαιτητική φροντίδα που τ' άλλα λαχανικά φαίνεται να χρειάζονται», λέει ο Martin Price από την Φλόριντα. Και συνεχίζει: «Κάθε μέρος που το έχω δοκιμάσει, μεγαλώνει χωρίς εργασία. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα ασθένειας και πολύ μικρή ζημία από τα έντομα. Παράγει σπόρους σε αφθονία και τα νέα φυτά φυτρώνουν σε άμεση γειτνίαση.»[5]
Λειτουργεί καλά στις υγρές περιοχές και είναι το πλέον χρησιμοποιούμενο φυλλώδες φυτό στη Νιγηρία. Φύεται στις υγρές περιόδους και αναπτύσσεται καλά, ενώ άλλα φυτά υποκύπτουν στη μούχλα και άλλες ασθένειες, όπως τον περονόσπορο. Αν και ένα πολύ απλό φυτό, η Celosia χρειάζεται μέτρια υγρασία εδάφους.
Η Κήλεος (Celosia), είναι ένα μικρό γένος εδώδιμων και καλλωπιστικών φυτών στην οικογένεια αμαράντου των Αμαρανθοειδών (Amaranthaceae). Η ονομασία του γένους προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κήλεος», που σημαίνει «καύση» και αναφέρεται στις φλογόμορφες κεφαλές των ανθέων. Στα Αγγλικά το είδος είναι κοινώς γνωστό ως woolflower ή αν οι κεφαλές των ανθέων είναι με λοφίο (crested) από πλάτυνση (fasciation), χτένα πετεινών (cockscombs). Τα φυτά είναι πολύ συνηθισμένα στα υψόμετρα της Ανατολικής Αφρικής και στα Σουαχίλι ονομάζονται mfungu (μφούνγκου).