Το χαβαρόνι είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, ένα από τα κορακοειδή που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Corvus frugilegus και περιλαμβάνει 2 υποείδη. [2][3]
Στην Ελλάδα, απαντά το υποείδος Corvus frugilegus frugilegus (Linnaeus, 1758). [4][5]
Η επιστημονική ονομασία του γένους Corvus, αποτελεί την άμεση απόδοση της ελληνικής λέξης Κόραξ, στα λατινικά. Η λέξη κόραξ ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα ker/kor, ηχομιμητικής προέλευσης και συνδέεται με άλλες ονομασίες πτηνών με την ίδια ρίζα (λ.χ. κόραφος, κορώνη). Η κατάληξη -αξ προήλθε από παρέκταση θέματος με το φωνηεντικό ŋ και ήταν συνηθισμένη στην αρχαία ελληνική. [7]
Ο λατινικός όρος frugilegus στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά frux-frugis «καρπός, σπέρμα» + lĕgo «λέγω, συλλέγω, επιλέγω», [8] που παραπέμπει σε μία από τις πολλές διατροφικές προτιμήσεις του πτηνού (βλ. Τροφή).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αγγλική ονομασία του είδους, Rook: rook < μεσαιων. αγγλ. rok/roke < αρχ. αγγλ. hrōk < πρωτογερμ. hrōkaz < ινδοευρ. *kVr-c < [ιραν. αβέστα kahrkatat, σανσκρ. कृकर (kṛkara) «αυτός που κουρνιάζει»)]. [9] Από την ετυμολογία δεικνύεται η αρχική σημασία του όρου, η οποία παραπέμπει στο κυριότερο ηθολογικό στοιχείο του είδους, δηλ. να κουρνιάζει ομαδικά. Από την λέξη rook προέρχεται ο -ευρύτατα διαδεδομένος- όρος rookery, οποίος αναφέρεται στις «θέσεις κουρνιάσματος», όχι μόνον του συγκεκριμένου πτηνού αλλά και όλων όσων έχουν την συνήθεια να κουρνιάζουν ομαδικά.
H ελληνική λαϊκή ονομασία έχει άγνωστη προέλευση, πιθανόν όμως να προέρχεται από τον νεοελληνικό όρο χάβαρο (μτφ.) «χαζός, αργόστροφος». [10][11]
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, με την σημερινή του ονομασία (Σουηδία, 1758). [12]
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το είδος θα μπορούσε να αποτελέσει ένα υπερείδος (superspecies) με το Corvus capensis της Αφρικής, αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο, αν μη τι άλλο στις συνήθειες φωλιάσματος, ενώ η πιο εμφανής ομοιότητα μεταξύ τους είναι το μυτερό ράμφος. Παρόλο που, τα δύο υποείδη βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές (200 χιλιόμετρα μεταξύ τους στο κοντινότερο σημείο), ενδιάμεσες μορφές λέγεται ότι εμφανίζονται τους πρόποδες των οροσειρών Αλτάι και Σαγιάν, ωστόσο, περαιτέρω έρευνα απαιτείται. [13]
Το χαβαρόνι εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου. Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο, εκτός από το μεγαλύτερο τμήμα των σκανδιναβικών χωρών, ως επιδημητικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο, ή διαχειμάζον είδος.
Στην Ασία, το φάσμα εξάπλωσης αποτελείται από ευρεία ζώνη που διατρέχει το κέντρο σχεδόν της ηπείρου, με κύρια παρουσία στην Ρωσία και την Κίνα, αλλά περιλαμβάνονται και οι μικρότερες χώρες που βρίσκονται ενδιάμεσα σε αυτή την κεντρική λωρίδα. Το ανατολικό όριο βρίσκεται στην Ιαπωνία, την Κορέα και την ΝΑ. Κίνα (περιοχές διαχείμασης). Ααπουσιάζει από τις βόρειες περιοχές της Σιβηρίας και από το μεγαλύτερο τμήμα της Μέσης Ανατολής, της Ινδικής υποηπείρου και της Ινδοκίνας. Στην Αφρική, τέλος, το χαβαρόνι απαντά μόνο σε κάποιες περιοχές της Αιγύπτου (Νείλος), ως διαχειμάζον πτηνό.
Πηγές: [16][17][18] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Το χαβαρόνι είναι μερικώς μεταναστευτικό πτηνό, δηλαδή βρίσκεται σε κάποιες περιοχές του φάσματος κατανομής του όλο το έτος, ενώ σε άλλες έρχεται μόνο το καλοκαίρι (αναπαράγεται) ή μόνο τον χειμώνα (διαχειμάζει). Στην Ευρώπη αναπαράγεται από τις 60°Β και νοτιότερα, περίπου, είτε ως μόνιμο είδος (ΒΔ. και Κ. Ευρώπη βορείως των Άλπεων, Β. Βαλκάνια και δυτικές ακτές Μαύρης Θάλασσας) είτε ως καλοκαιρινός επισκέπτης (Ρωσία, Ουκρανία και βόρειες ακτές Μαύρης Θάλασσας), ενώ μεταναστεύει νότια για να ξεχειμωνιάσει (Ν. Ευρώπη, Βαλκάνια, Ιταλία, ακτές Μικράς Ασίας). Ωστόσο υπάρχουν διάσπαρτοι πληθυσμοί που εξαιρούνται των παραπάνω «κανόνων» και παραμένουν διαρκώς σε μια περιοχή, ιδιαίτερα όταν οι χειμώνες είναι ήπιοι.
Η Ασία αποτελεί, κυρίως, καλοκαιρινή επικράτεια αναπαραγωγής, ιδιαίτερα στις αχανείς ρωσικές πεδιάδες και τα υψίπεδα της κεντρικής και ανατολικής Κίνας. Διαχειμάζει νοτιότερα, προς τις μεσογειακές περιοχές της Εγγύς Ανατολής και της Αραβικής Χερσονήσου, φθάνοντας μέχρι τα βόρεια της Ινδικής υποηπείρου στα νότια και τις ακτές της Σινικής Θάλασσας στα ανατολικά. Ενδιάμεσα, υπάρχουν πολλοί επιδημητικοί πληθυσμοί, ενώ φαίνεται να απουσιάζει από την περιοχή των Ιμαλαΐων και ανατολικότερα, μέχρι και την Ινδοκίνα. Στην Αφρική, τέλος, βρίσκεται μόνον ως διαχειμάζον είδος στις βόρειες περιοχές κοντά στον Νείλο και σε μερικά τμήματα του Σινά.
Το χαβαρόνι είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος και, σε γενικές γραμμές, το ποσοστό των ατόμων που αποδημεί υποχρεωτικά, αυξάνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά του φάσματος κατανομής. Τα άτομα της δυτικής Ευρώπης παραμένουν σε μεγάλο βαθμό στις περιοχές αναπαραγωγής, ενώ εκείνα της κεντρικής, μεταναστεύουν σε ποσοστό περίπου 60%, σε κλιματολογικά ευνοϊκές περιοχές, με την απόσταση ταξιδιού να μην υπερβαίνει τα 1000 χλμ. κατά κανόνα. Στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας και ανατολικότερα, σχεδόν όλοι οι πληθυσμοί είναι αποδημητικοί και καλύπτουν αποστάσεις της τάξης των 1000 και 3000 χιλιομέτρων.
Οι κύριες μεταναστευτικές οδοί είναι δυτικά και νοτιοδυτικά, ενίοτε βόρεια βορειοδυτικά, αλλά υπάρχουν πληθυσμοί με νότια και νοτιοανατολική κατεύθυνση. που διαχειμάζουν από τα κεντρικά Βαλκάνια, την Ελλάδα και την Μικρά Ασία, μέχρι την Συρία και το Ιράκ. Τα περισσότερα χαβαρόνια παραμένουν μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου/μέσα Οκτωβρίου στα εδάφη αναπαραγωγής και η αποδημία λαμβάνει χώρα σε μεγάλους αριθμούς, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό συμπαγής, με μικρότερες ομάδες να συμπληρώνουν τα μεγάλα σμήνη. Η επιστροφή των ενήλικων πτηνών αρχίζει ήδη στις αρχές Φεβρουαρίου και, κατά την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, έχει ως επί το πλείστον ολοκληρωθεί. Ωστόσο, εκτός αυτής της «κανονικής» μεταναστευτικής συμπεριφοράς. πολλά άτομα είναι σε θέση να εκτελέσουν τις αποκαλούμενες «καιρικές αποδράσεις» όταν, κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες, διασπείρονται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από την Γροιλανδία και την Ισλανδία, την Αλγερία και την Μάλτα, την Ιορδανία, τον Λίβανο, το Κουβέιτ και την Ταϊβάν. [19]
Στην Ελλάδα, το χαβαρόνι είναι μερικώς μεταναστευτικό πτηνό, [20][21] που έρχεται στη χώρα για να διαχειμάσει (από τέλος Οκτωβρίου μέχρι τον Μάρτιο). [22] (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα). Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως σπάνιος χειμερινός επισκέπτης. [23]
Το είδος αναπαράγεται κυρίως σε ανοικτές περιοχές, με διάσπαρτες συστάδες δένδρων -απαραίτητα για να κουρνιάζουν-, ή σε περιοχές στα όρια του δάσους, με αρόσιμα εδάφη και χορτολιβαδικές εκτάσεις. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την μετατροπή γης λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που διαθέτουν ορισμένο ποσοστό καλλιεργήσιμης γης είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για τα χαβαρόνια ενώ, υψομετρικά, προτιμούν επίπεδες ή λοφώδεις περιοχές και αποφεύγουν τα βουνά. Η ρύπανση στην περιοχή αναζήτησης τροφής δεν πρέπει να είναι υπερβολικά υψηλή, ενώ η εγγύτητα με τον οικιστικό ιστό δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα. Έτσι, πολλές από τις αποικίες αναπαραγωγής και οι φωλιές τους βρίσκονται κοντά σε ανθρώπινους οικισμούς, συχνά σε πάρκα των μεγάλων πόλεων, όπου εμφανίζονται με αρκετά «θορυβώδη» συμπεριφορά.
Σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις, έχουν δημιουργηθεί «θέσεις» διαχείμασης (π.χ. στη Βιέννη με, περίπου, 250.000 χαβαρόνια). Αυτοί οι «αστικοποιημένοι» πληθυσμοί έχουν αναπτύξει ποικίλες προσαρμογές ως προς την συμπεριφορά, την πρόσληψη τροφής και την καθημερινή δραστηριότητά τους. Για παράδειγμα, έχουν συνηθίσει να τρέφονται με τροφή που τούς προσφέρουν οι άνθρωποι, κάτι όχι τόσο καλό απαραίτητα, με αποτέλεσμα να έχει διογκωθεί υπέρμετρα ο πληθυσμός τους. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Χωριά, Λιβάδια, Χωράφια, Καλαμιώνες και Πλατύφυλλα Δένδρα. [24]
Στην Ελλάδα, το χαβαρόνι απαντά σε πεδινές περιοχές, κυρίως χωράφια με διάσπαρτες συστάδες δένδρων. [25]
Το χαβαρόνι είναι κορακοειδές με μέγεθος κουρούνας, με σχετικά μικρό κεφάλι και κοντούς ταρσούς. Το πτέρωμα είναι μαύρο με χαρακτηριστική μπλε/ιώδη μεταλλική απόχρωση όταν η γωνία πρόσπτωσης του φωτός είναι κατάλληλη. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται και σε άλλα κορακοειδή, όπως π.χ. στην καρακάξα. Το πτέρωμα στις περιοχές του κεφαλιού, του τραχήλου και των ώμων είναι ιδιαίτερα πυκνό και «μεταξωτό» στη υφή, ενώ στην κοιλιά εμφανίζεται παχύτερο με χαρακτηριστικά «κρεμάμενα» (fluffy) φτερά. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν μαύρο χρώμα, ενώ το ράμφος είναι γκριζόμαυρο, συχνά με κιτρινωπό άκρο.
Το σημαντικότερο διαγνωστικό του στοιχείο, είναι το μακρύ, μυτερό ράμφος που διαθέτει γυμνή, άπτερη, γκριζολευκωπή περιοχή κοντά στη βάση του, στοιχείο που τού προσδίδει όγκο. Αυτή η περιοχή, κάνει αντίθεση με τα μεγάλα μαύρα μάτια και είναι ορατή από μακριά. Επίσης, η περιοχή των ταρσών διαθέτει χαρακτηριστικό, «μαλλιαρό» πτέρωμα, όχι τόσο «τακτοποιημένο» όσο στις κουρούνες.
Τα φύλα είναι παρόμοια, αλλά τα νεαρά άτομα διαθέτουν τριχόπτερα στην περιοχή του ράμφους και δύσκολα ξεχωρίζουν από τις νεαρές κουρούνες. Τα φτερά αυτά αποπίπτουν αργότερα, σε ηλικία 6 μηνών, περίπου. Επίσης έχουν λιγότερο στιλπνό τρίχωμα απο τους ενήλικες. [26]
(Πηγές: [28][29][30][31][32][33][34][35][36][37][38][39][40]
Όπως συμβαίνει με όλα τα είδη του γένους Corvus το φάσμα διατροφής του χαβαρονιού είναι εξαιρετικά πολυποίκιλο. Παρά το γεγονός ότι προτιμά ζωική τροφή, η φυτική ύλη αποτελεί μέχρι και τα 3/5 του συνόλου. Γαιοσκώληκες, νηματόκερα έντομα, κολεόπτερα και οι κάμπιες τους, όπως και γυμνοσάλιαγκες αποτελούν την προτιμώμενη λεία. Ωστόσο, επιτίθεται και σε θηλαστικά, όπως τρωκτικά (κρικετίδες, μυγαλές, νεροπόντικες) και, σπανιότερα, πουλιά και τους νεοσσούς τους.. Κατά τους χειμερινούς μήνες, στρέφεται στα θνησιμαία, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό, τι η κουρούνα.
Η φυτική διατροφή αποτελείται από σπέρματα όλων των ειδών, κυρίως δημητριακών (grains), από όπου πήρε και την επιστημονική του ονομασία. Επιπλέον, καταναλώνει όλα τα είδη ξηρών καρπών, κυρίως βελανίδια και, σε μικρότερο βαθμό, φρούτα (κεράσια, δαμάσκηνα, βατόμουρα). Οι νεοσσοί σιτίζονται με ζωική ύλη, όχι όμως αποκλειστικά. Η αναζήτηση της τροφής, γίνεται κυρίως το πρωί, βασίζεται στην όραση και πραγματοποιείται στο έδαφος, με το ράμφος να χρησιμοποιείται ως «πολυεργαλείο) (σκάψιμο, τρύπημα εδάφους, θανάτωση και τομή της λείας). Μάλιστα, μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι, η άπτερη περιοχή στο ράμφος αποτελεί εξελικτική προσαρμογή, λόγω της εισχώρησής του βαθιά στο έδαφος, κατά την αναζήτηση λείας. [41] Τα ιπτάμενα έντομα συλλαμβάνονται με μικρά εναέρια άλματα, ενώ τα θηλαστικά καταδιώκονται μόνο για λίγο. Πολλές φορές μεταφέρει τη λεία στη φωλιά, μέσα στον οισοφαγικό του σάκο. [42]
Στις αστικές περιοχές, υπολείμματα τροφών από τον άνθρωπο λαμβάνονται από χωματερές και δρόμους, συνήθως τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν είναι σχετικά ήσυχα. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί κατά μήκος της ακτής, να τρέφεται με καρκινοειδή και βρώσιμα ξεβράσματα από το κύμα.
Τα χαβαρόνια δραστηριοποιούνται περίπου μία ώρα πριν την ανατολή, μέχρι αργά το απόγευμα έτσι, ώστε ακόμη και στα μέσα του χειμώνα, οκτώ ώρες αναζήτησης τροφής είναι διαθέσιμες. Παραμένουν έντονα κοινωνικά (αγελαία) όλο το χρόνο, αναπαράγονται κατά πολύ μεγάλες αποικίες και κουρνιάζουν την νύκτα ομαδικά πάνω στα δέντρα.
Παρουσιάζουν αξιόλογη κοινωνικότητα, η οποία εκφράζεται με χαρακτηριστικά μοτίβα στην πτήση, ιδιαίτερα κατά την ανοιξιάτικη περίοδο. Επίσης, παρατηρούνται να παίζουν χρησιμοποιώντας αντικείμενα τα οποία ρίχνουν ή μεταφέρουν από δένδρο σε δένδρο και, γενικότερα, εμφανίζουν τυποποιημένη συμπεριφορά που απαιτεί μάθηση. Πολλές φορές συναναστρέφονται και συγχρωτίζονται με κάργιες, σπανιότερα με κουρούνες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, σχηματίζοντας μεγάλα σμήνη.
Σε αιχμαλωσία, όταν έρχονται αντιμέτωπα με προβλήματα, τα χαβαρόνια έχουν τεκμηριωθεί ως ένα (1) από εκείνα τα είδη πτηνών, που είναι σε θέση να χρησιμοποιούν εργαλεία. Πειράματα δείχνουν ότι, μαθαίνουν να επιτελούν κάποια κίνηση με σκοπό την ανταμοιβή, π.χ. ότι, εάν ρίξουν μια πέτρα από μια προεξοχή μέσα σε ένα σωλήνα, θα πάρουν τροφή. Στην συνέχεια, ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να βρουν και να μεταφέρουν μια πέτρα για να την ρίξουν στον σωλήνα, εάν η πέτρα δεν ήταν ήδη εκεί. Συνήθιζαν, επίσης, να χρησιμοποιούν κλαδιά και ελατό σύρμα ως εργαλεία και, μπορούσαν να λυγίσουν το σύρμα για να φτιάξουν έναν γάντζο και να πιάσουν κάποιο αντικείμενο. [43] Μάλιστα, οι επιστήμονες θεωρούν ότι κάνουν χρήση εργαλείων με τα ράμφη τους, ακριβώς όπως κάνουν οι χιμπατζήδες με τα χέρια τους. [44]
Βέβαια, όλα αυτά έχουν παρατηρηθεί σε άτομα σε αιχμαλωσία, ωστόσο, δεν αποκλείεται παρόμοια συμπεριφορά και στο φυσικό τους περιβάλλον.
Τα χαβαρόνια ωριμάζουν σεξουαλικά στο τέλος του 2ου έτους της ζωής τους, ενώ οι εταίροι σχηματίζουν μονογαμικά ζευγάρια. Η περίοδος φωλιάσματος ξεκινά από τον Μάρτιο-Απρίλιο στις νότιες επικράτειες, αλλά μπορεί να επεκταθεί μέχρι τον Μάιο στον βορρά, ενώ η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο. [45]
Στα εδάφη αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), τα χαβαρόνια κατασκευάζουν τις φωλιές τους πάνω στα φυλλοβόλα δένδρα, στην κορυφή των υψηλοτέρων από αυτά. Οι φωλιές βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη, οπότε σχηματίζονται αναπαραγωγικές αποικίες, χαρακτηριστικές για το είδος. Μάλιστα, την άνοιξη, πριν ακόμη τα δένδρα αποκτήσουν φύλλωμα, οι ογκώδεις φωλιές πάνω στα γυμνά κλαδιά μοιάζουν με μεγάλες «σκούπες μάγισσας», όπως λένε οι κάτοικοι της αγγλικής υπαίθρου. [46] Υπάρχουν και φωλιές κατασκευασμένες σε κτήρια, γέφυρες και παρόμοιες θέσεις, ή ακόμη και στο έδαφος, αλλά είναι σπάνιες.
Η φωλιά είναι, σχετικά, ογκώδης κατασκευή και αποτελείται από χοντρά κλαδιά με λάσπη ενσωματωμένη ανάμεσα σε αυτά. Το υλικό συλλέγεται από τα δένδρα αν και μπορεί να «κλαπεί» από γειτονικές φωλιές. Το εσωτερικό της επιστρώνεται με γρασίδι, ρίζες, φύλλα,, βλαστούς, βρύα, μαλλί και τρίχες. Οι φωλιές που είχαν κατασκευαστεί τα προηγούμενα χρόνια επαναχρησιμοποιούνται, αφού γίνουν οι απαραίτητες μικροδιορθώσεις. Στην δόμηση της φωλιάς συμμετέχουν και τα δύο φύλα, με το αρσενικό να εφοδιάζει και το θηλυκό να χτίζει. [47]
Η γέννα αποτελείται από 3-5, σπανιότερα μέχρι 6 ή 9 αβγά, υποελλειπτικού σχήματος και ποικίλου μοτίβου, με διαστάσεις 40 Χ 28,3 χλστ. και βάρος 3,2 γρ., εκ των οποίων ποσοστό 3% είναι κέλυφος. [48] Τα αβγά εναποτίθενται κάθε δεύτερη ημέρα και επωάζονται για 16-20 ημέρες, από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό την εφοδιάζει με τροφή. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και, αρχικά, σιτίζονται από το θηλυκό με τροφή που φέρνει το αρσενικό, ενώ αργότερα κυνηγούν και τροφοδοτούν και οι δύο γονείς. Η πτέρωση επιτυγχάνεται στις 32-34 ημέρες, αλλά παραμένουν μαζί με τους γονείς τους για μερικές ημέρες ακόμη. Το φθινόπωρο, τα νεαρά πτηνά του καλοκαιριού συναθροίζονται σε μεγάλα κοπάδια μαζί με ασύζευκτα άτομα των προηγούμενων εποχών, συχνά μαζί με κάργιες.
Το είδος, γενικά, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN. [49] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, η Ουκρανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Λευκορωσία.[50]
Παλαιότερα, το χαβαρόνι φώλιαζε σε κάποιες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, όπως στο Δέλτα του Αξιού και την λίμνη Κορώνεια. Επίσης, μικροί πληθυσμοί αναπαράγονταν στην Θράκη και στην Μακεδονία, γενικότερα, αλλά μετά το 1960 δεν υπάρχουν επίσημα, επιβεβαιωμένα στοιχεία, αν και πιστεύεται ότι μπορεί να υπάρχουν ακόμη κάποια ζευγάρια που φωλιάζουν εκεί. [51]
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ωστόσο, μεγάλοι πληθυσμοί καταφθάνουν στην χώρα και, κατά τόπους, το χαβαρόνι είναι αρκετά κοινό είδος. Αν και, πάλι, διασπείρεται κυρίως στην βόρεια χώρα μέχρι τη Θεσσαλία και την Πίνδο, εν τούτοις υπάρχουν καταγραφές νοτιότερα, στην Δ. Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία, ΒΔ. Πελοπόννησος). Τα ενδιαιτήματα των χαβαρονιών στην Ελλάδα είναι κυρίως οι ανοικτές αγροτικές περιοχές, με χωράφια και συστάδες δένδρων (όπως λ.χ. λεύκες) για να κουρνιάζουν, ενώ απαντούν και κοντά στον οικιστικό ιστό. [52]
Κόραξ ο σπερμολόγος [53]
Στον ελλαδικό χώρο το Χαβαρόνι απαντάται και με τις ονομασίες: Γυμνοκόρακας, Κορατάς (Θεσσαλία), Σιταροκόρακας, Σταροκόρακας, Σιταροκορώνη, Σιταροκουρούνα και Τρυπανοκόρακας. [54]
Το χαβαρόνι είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, ένα από τα κορακοειδή που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Corvus frugilegus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.
Στην Ελλάδα, απαντά το υποείδος Corvus frugilegus frugilegus (Linnaeus, 1758).