Aegypius monachus es una espècia de voltor (var. vutre) es a dire un rapaç diürne carraunhaire qu'aparten a la familha dels Accipitridae, que ne demòra pas que tres populacions, relictualas, en Euròpa ont es ara protegit.
Es la sola espècia del genre Aegypius. Lo Voltor oricon (Torgos tracheliotus) es rarament inclús dins aquel genre jol nom de Aegypius tracheliotus.
Aegypius monachus es una espècia de voltor (var. vutre) es a dire un rapaç diürne carraunhaire qu'aparten a la familha dels Accipitridae, que ne demòra pas que tres populacions, relictualas, en Euròpa ont es ara protegit.
Es la sola espècia del genre Aegypius. Lo Voltor oricon (Torgos tracheliotus) es rarament inclús dins aquel genre jol nom de Aegypius tracheliotus.
Ο Μαυρόγυπας είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους γύπες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Aegypius monachus και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2]
Το όνομα του γένους προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Ο Αιγυπιός (Aegypius), και ο Νεόφρων (Neophron), υπήρξαν τα τραγικά πρόσωπα της ιστορίας μιάς παράνομης ερωτικής σχέσης με τη μητέρα τού δευτέρου Τιμάνδρα και, της τελικής μεταμόρφωσης όλων σε πτηνά από τον Δία.[5]
Η λατινική λέξη monachus στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής «μοναχός, καλόγερος» και, σχετίζεται με την χαρακτηριστική μορφολογία του πάνω μέρους του σώματος του πτηνού, που μοιάζει με πανωφόρι Καθολικού μοναχού.[6]
Η αγγλική λαϊκή ονομασία του είδους (Cinereus Vulture) παραπέμπει στο χαρακτηριστικό σταχτόγκριζο χρώμα τού πτερώματός του.[7]
Η ελληνική λαϊκή ονομασία του σχετίζεται, επίσης, με το χρώμα του πτερώματος του πτηνού, μόνο που δεν είναι ακριβώς μαύρο. Πιθανότατα, η κατά Κανέλλη ονομασία, οφείλεται στη διάθεση να δειχτεί η έντονη αντίθεση με το χρώμα τού άλλου μεγάλου γύπα της ελληνικής πανίδας, τού όρνιου.
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Vultur Monachus (Αραβία, 1766). Η μεταφορά του στο γένος Aegypius, έγινε το 1809 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Σαβινί (Marie Jules César Lelorgne de Savigny 1777 – 1851).[8]
Ο μαυρόγυπας ανήκει στους Γύπες του Παλαιού Κόσμου για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του Νέου Κόσμου. Όμως, τα γένη αυτών των δύο ομάδων είναι φυλογενετικά απομακρυσμένα μεταξύ τους και ο συγκεκριμένος διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στην Βόρεια Αμερική, κατά την διάρκεια του Νεογενούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου αποτελούν, πιθανώς, πολυφυλετική ομάδα μέσα στην οικογένεια Accipitridae, με τον ασπροπάρη, γυπαετό και γυποϊέρακα να αποτελούν ξεχωριστά taxa.[9].
Ο μαυρόγυπας είναι ευρασιατικό είδος, με τα δυτικά όρια της εξάπλωσής του να είναι στην Ιβηρική Χερσόνησο. Ακολουθεί μια ζώνη ασυνέχειας στην Ελλάδα, την Τουρκία και όλη την κεντρική Μέση Ανατολή. Κατόπιν η ζώνη συνεχίζεται μέσα από το Αφγανιστάν προς την Β. Ινδία, για να καταλήξει στην Κ. Ασία, την Μογγολία και την Κορέα, όπου και βρίσκονται τα προς ανατολάς όριά της.
Γενικά, ο μαυρόγυπας είναι εξαιρετικά σπάνιος και διάσπαρτος μέσα στα όρια κατανομής του, ειδικά στο ευρωπαϊκό τμήμα. Κατά τα άλλα, πρόκειται για επιδημητικό αναπαραγόμενο είδος, εκτός από εκείνα τα μέρη του φάσματος κατανομής, όπου οι σκληροί χειμώνες προκαλούν περιορισμένη υψομετρική μετανάστευση.
Ειδικότερα, στη Ν. Ευρώπη οι ενήλικες είναι επιδημητικοί, ενώ στην Κ. Ασία μερικώς μεταναστευτικοί ακολουθώντας, συχνά, τους ιθαγενείς νομάδες και τα κοπάδια τους. Τα περισσότερα πουλιά αφήνουν την Μογγολία και άλλες βόρειες αναπαραγωγικές επικράτειες, κατά την διάρκεια του χειμώνα, για την ΒΑ. Αφρική και την Μέση Ανατολή, μέσω της Β. Ινδίας και της Κορέας. Άλλοι πληθυσμοί φθάνουν στην Αραβία και τη Ν. Κίνα.[10] Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ απαντά μέχρι τα 2.900 μ., αλλά κατά την μετανάστευση έχει παρατηρηθεί στα 4.900 μ.[11]
Τα νεαρά άτομα μπορούν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις σε ξηρά ενδιαιτήματα για να αντιμετωπίσουν τις ισχυρές χιονοπτώσεις ή αντίθετα, τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού.[12]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Αυστρία, την Λεττονία και την Λευκορωσία, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και το Ομάν, το Μπανγκλαντές, την Ταϊλάνδη και την Ιαπωνία.[4]
Ο μαυρόγυπας είναι ένα είδος που αρέσκεται να συχνάζει σε ξηρές λοφώδεις, ημιορεινές περιοχές, κυρίως άνυδρα ημι-ανοικτά οικοσυστήματα, όπως τα απομακρυσμένα λιβάδια, στέπες και οροπέδια μεγάλων υψομέτρων, που χαρακτηρίζονται από περιορισμένη ανθρώπινη όχληση. Επίσης, σε μεγάλα πεδινά δάση με βραχώδεις εξάρσεις.[19]
Στην ευρωπαϊκή επικράτειά τους -μαζί με τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή-, παρατηρoύνται από τα 100 έως τα 2.000 μέτρα (στην Ισπανία, από τα 300-1.400 μ.), ενώ στην ασιατική συνήθως βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα.[20] Δύο ιδιαίτερα ενδιαιτήματα βρέθηκαν στην Κίνα και το Θιβέτ. Εκεί, συχνάζουν είτε σε ορεινά δάση και θαμνώδεις εκτάσεις από 800 έως 3.800 μέτρα, είτε σε άγονα ή ημι-άνυδρα αλπικά λιβάδια στα 3.800 έως 4.500 μέτρα.[21][22]
Ο μαυρόγυπας είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός γύπας [24] σε συνολικές διαστάσεις -ο γυπαετός είναι λίγο μεγαλύτερος σε μήκος σώματος- και ένα από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά παγκοσμίως, ενώ αποτελεί, πιθανότατα, το βαρύτερο πτηνό χωρίς απώλεια πτητικής ικανότητας.[20] Επίσης, διαθέτει το μεγαλύτερο ράμφος από οποιοδήποτε αρπακτικό πτηνό στην υφήλιο, χαρακτηριστικό που ενισχύεται από το σχετικά μέτριο κρανίο. Ο γύπας των Ιμαλαΐων (Gyps himalayensis) θεωρείται ότι είναι αναλόγου μεγέθους με τον μαυρόγυπα ή ελαφρώς μακρύτερος στο σώμα, ωστόσο αυτό ισχύει κατά μέσον όρο, καθότι οι μεγάλοι μαυρόγυπες είναι μεγαλύτεροι από τους μεγάλους γύπες των Ιμαλαΐων.[20]
Με εξαίρεση κάποιες περιορισμένες γενετικές «παραλλαγές», το μέγεθος του σώματος αυξάνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, με τους πληθυσμούς στην ΝΔ. Ευρώπη (Ισπανία και Ν. Γαλλία) να είναι, κατά μέσον όρο, περίπου 10% μικρότεροι από τους πληθυσμούς στην Κ. Ασία (Μαντζουρία, Μογγολία και Β. Κίνα).[20] Ο μαυρόγυπας έχει χαρακτηριστικό σκουρόχρωμο παρουσιαστικό και δύσκολα συγχέεται με τους άλλους γύπες. Ολόκληρο το σώμα είναι σκούρο καφέ με εξαίρεση το χλωμό κεφάλι στα ενήλικα άτομα, το οποίο καλύπτεται από λεπτά πτίλα. Μάλιστα, ο κάλαμος κάποιων πρωτευόντων ερετικών φτερών είναι, πράγματι, μαύρος.[25]
Το ράμφος είναι γκρι-μπλε και η ίριδα σκούρα καφέ. Τα ρουθούνια είναι κυκλικά (σχιστά στο όρνιο).[27] Το κεφάλι καλύπτεται στο πίσω μέρος από χαρακτηριστική καστανόμαυρη χαίτη (τραχηλιά), ενώ κάποια οπίσθια τμήματα του τραχήλου και των παρειών είναι γαλαζωπά.[3] Το κήρωμα των ενηλίκων, η βάση του ράμφους και ο οφθαλμικός δακτύλιος έχουν ανοικτό κυανό προς μωβ χρώμα. Οι ταρσοί και τα πόδια των ενηλίκων παρουσιάζουν ποικιλοχρωμία, από γκριζομπλέ έως ρόζ και ανοικτοκίτρινα.[26]
Οι πτέρυγες είναι πολύ μεγάλες, πλατιές και σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου (barn-door wings). Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, όπως σε όλους τους γύπες, κρατούνται σαφώς ανοικτά μεταξύ τους κατά την πτήση και, δίνουν την εντύπωση «δακτύλων» (συνήθως 7 «δάκτυλα» διακρίνονται [26]), ενώ στην εμπρόσθια παρατήρηση κρατούνται ελαφρά κυρτά προς τα πάνω, λιγότερο όμως από ό, τι στο όρνιο. Η ουρά είναι σχετικά κοντή και σφηνοειδής, αλλά με το πέρασμα των ετών «στρογγυλοποιείται».
(Πηγές:[10][11][14][19][26][28][29][30][31][32][33])
Όπως όλοι οι γύπες, ο μαυρόγυπας τρώει κυρίως θνησιμαία (ψοφίμια), από μεγάλα θηλαστικά, μέχρι ψάρια και ερπετά.[34] Στο Θιβέτ, ανάμεσα στα πτώματα από άγρια και οικόσιτα γιάκ, γαζέλες, λαγούς, μαρμότες και πρόβατα, περιλαμβάνονται ακόμη και εκείνα ανθρώπων, από τις ντόπιες μεταθανάτιες τελετές (καύση νεκρών, κ.ο.κ).[35] Σπανιότερα, έχει παρατηρηθεί να επιτίθεται σε σαύρες ή χελώνες, χρησιμοποιώντας την τακτική του γυπαετού, προσπαθεί δηλαδή να σπάσει το καβούκι τους, πετώντας τις από μεγάλο ύψος.[36]
Ο μαυρόγυπας είναι, σε μεγάλο βαθμό, μοναχικό πτηνό, που παρατηρείται να γυροπετά μόνο του, ή το πολύ σε ζεύγη, πολύ πιο συχνά από ό, τι οι περισσότεροι άλλοι γύπες του Παλαιού Κόσμου. Στους χώρους σίτισης, παρά ταύτα, μικρές ομάδες συναθροίζονται, που μπορεί να περιλαμβάνουν κατ'εξαίρεση 12 γύπες, με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες έως 30 -σε πολύ παλιές αναφορές.[26]
Οι μαυρόγυπες, όπως και άλλα μεγάλα αρπακτικά πτηνά, πετάνε με άνετο, «ανέξοδο» τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τα ανοδικά θερμικά ρεύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η πτήση είναι τόσο άνετη, που έχει χαρακτηριστεί ότι συμβαίνει σε «αργή κίνηση» (slow motion) (sic).[19] Οι πολύ μεγάλες πτέρυγες εμφανίζονται να έχουν 2,5 φορές το ολικό μήκος του σώματος, ενώ η σκουρόχρωμη φιγούρα του πτηνού θυμίζει πιο πολύ αετό (με εξαίρεση το πολύ μεγάλο μέγεθος).[19]
Γυροπετούν συχνά και, όταν χρειαστεί να φτεροκοπήσουν, οι κινήσεις τους είναι αργές και «βαθιές», με έμφαση στην κάτω κίνηση των πτερύγων. Η αερολίσθηση πραγματοποιείται με τις άκρες των πτερύγων ελαφρώς κεκλιμένες προς τα κάτω, ενώ το σώμα και το κεφάλι «κρέμονται». Επίσης, οι μυτερές άκρες των δευτερευόντων ερετικών προσδίδουν «πριονωτή» εμφάνιση στο οπίσθιο τμήμα των πτερύγων.[19] Η ουρά μπορεί να ανυψώνεται πριν την προσγείωση.[26]
Οι μαυρόγυπες μπορούν να φθάσουν σε εξαιρετικά μεγάλα ύψη -στα επίπεδα της τροπόσφαιρας- εκεί όπου, άλλα πτηνά θα συναντούσαν προβλήματα με το επίπεδο του οξυγόνου στο αίμα τους. Όμως οι μαυρόγυπες, φέρουν μία ειδική αιμοσφαιρίνη στο αίμα τους (haemoglobin alphaD), η οποία έχει υψηλή ικανότητα πρόσληψης οξυγόνου, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η αναπνευστική τους λειτουργία από τη χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση.[38].
Οι μαυρόγυπες αναπαράγονται μοναχικά ή σε αραιές αποικίες, σε φωλιές που σπάνια βρίσκονται στο ίδιο δέντρο ή βράχο, σε αντίθεση με άλλους γύπες του Παλαιού Κόσμου που συχνά φωλιάζουν σε πιο πυκνές αποικίες. Στην Ισπανία, οι φωλιές έχουν βρεθεί σε απόσταση, από τα 30 μέτρα μέχρι τα 2 χιλιόμετρα, μεταξύ τους[39]. Φωλιάζουν συνήθως σε ψηλά βουνά και μεγάλα δάση, σχεδόν πάντοτε σε δένδρα ή –πολύ περιστασιακά- σε γείσα βράχων.
Η αναπαραγωγική περίοδος διαρκεί από το Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο, και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ.[40] Η φωλιά (eyrie) είναι πολύ μεγάλη σε διαστάσεις, με μήκος 1,45 - 2 μέτρα και 1-3 μέτρα, βάθος, η οποία αυξάνεται συνεχώς σε μέγεθος, όσο ένα ζευγάρι την χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψιν και, συχνά, επιστρώνεται με κοπριά ζώων και δέρματα ζώων.[40] Οι φωλιές μπορεί να βρίσκονται από 1,5 έως και 12 μέτρα από το έδαφος, πάνω σε ένα μεγάλο δέντρο όπως μία βελανιδιά, ένα κέδρο ή ένα πεύκο, σπανιότερα στα βράχια.[41]
Η γέννα αποτελείται συνήθως μόνο από ένα (1) αβγό, αν και 2 αβγά μπορούν να παρατηρηθούν σπάνια, διαστάσεων 90 Χ 69,7 χιλιοστών.[40] Η επώαση πραγματοποιείται και από τους δύο εταίρους για 50 έως 62 ημέρες, με μέσο όρο 50 έως 56 ημέρες. Ο νεοσσός είναι ισχυρά φωλεόφιλος και χρήζει της άμεσης προστασίας των γονέων. Το πρώτο πτέρωμα αποκτάται στις 104-120 ημέρες, ενώ η εξάρτηση από τους γονείς μπορεί να συνεχιστεί για ακόμη 2 μήνες. Ράδιο-δορυφορική παρακολούθηση έχει δείξει ότι η ανεξαρτησία του από τους γονείς, αποκτάται περίπου 5,5 με 7 μήνες μετά την εκκόλαψη (δηλαδή 2-3 μήνες μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος).[12]
Η επιτυχία της ωοτοκίας στους μαυρόγυπες είναι σχετικά υψηλή, με περίπου το 90% των αυγών να εμφανίζουν επιτυχή εκκόλαψη και περισσότερα από τα μισά πουλιά, με ηλικία ενός έτους και άνω, να επιβιώνουν μέχρι την ενηλικίωσή τους. Οι γονείς είναι εξαιρετικά αφοσιωμένοι στα μικρά τους, προστατεύουν την φωλιά και, αναλαμβάνουν τη σίτισή τους σε βάρδιες.[36]
Ο μαυρόγυπας μπορεί να ζήσει έως και 39 χρόνια, αν και τα 20 χρόνια ή λιγότερο, είναι ίσως η πιο συχνή ηλικία που μπορούν να φθάσει, χωρίς ιδιαίτερους θηρευτές -πλην του ανθρώπου.[36]
Οι πληθυσμοί του μαυρόγυπα έχουν μειωθεί δραματικά στο μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς επικράτειάς του, κατά τα τελευταία 200 χρόνια, κυρίως λόγω κατανάλωσης δηλητηριασμένων δολωμάτων (στρυχνίνη), που τοποθετούνται για τη θανάτωση άλλων ζώων. Επίσης, πράγμα πιο φυσιολογικό, η καλυτέρευση των συνθηκών υγιεινής έχει μειώσει την απανταχού ποσότητα των, διαθεσίμων για τη διατροφή του, θνησιμαίων. Επί του παρόντος, καταγράφεται ως Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ), αυτό όμως αποτελεί μέσον όρο για τα διαφορα κράτη, διότι υπάρχουν εθνικοί πληθυσμοί στα όρια της εξαφάνισης. Εκτός από τις δηλητηριάσεις, η παγίδευση και το παράνομο κυνήγι, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στην Κίνα και την Ρωσία [36]
Η μεγαλύτερη, όμως, απειλή για το είδος -που αγαπάει την απομόνωση-, είναι η οικιστική ανάπτυξη και η καταστροφή των ενδιαιτημάτων του. Ακόμη γίνεται συλλογή ή και καταστροφή των αυγών του από ασυνείδητους «συλλέκτες», σε φωλιές με εύκολη πρόσβαση.[22][36]. Το πρόβλημα υπήρξε πολύ μεγαλύτερο στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί από πολλές χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Πολωνία, Σλοβακία, Αλβανία, Μολδαβία, Ρουμανία) και από όλη την περιοχή αναπαραγωγής του στην βορειοδυτική Αφρική (Μαρόκο και Αλγερία). Μάλλον, επίσης, δεν φωλιάζει πλέον στο Ισραήλ. Πιο πρόσφατα, εντατικά μέτρα προστασίας και τακτικά συστήματα τροφοδοσίας επέτρεψαν κάποιες τοπικές ανακτήσεις σε αριθμούς, ιδίως στην Ισπανία, όπου ο αριθμός αυξήθηκε σε περίπου 1.000 ζευγάρια το 1992 μετά από μια πτώση νωρίτερα σε 200 ζεύγη το 1970. Αυτή η αποικία, έχει εξαπλωθεί τώρα και στην Πορτογαλία.
Αλλού στην Ευρώπη, πολύ μικρός αλλά αριθμός ατόμων φαίνεται ότι βρίσκεται στην Βουλγαρία και, σε εξέλιξη, στην Γαλλία. Τάσεις για αυξητικούς μικρούς πληθυσμούς στην Ουκρανία (Κριμαία) και την Ευρωπαϊκή Ρωσία, και κάποιους άλλους ασιατικούς πληθυσμούς, δεν είναι καλά καταγεγραμμένες. Στην πρώην Σοβιετική Ένωση, εξακολουθεί να απειλείται από την παράνομη σύλληψη για ζωολογικούς κήπους, καθώς και στο Θιβέτ από ποντικοφάρμακα. Είναι τακτικός χειμερινός επισκέπτης στις παράκτιες περιοχές του Πακιστάν σε μικρούς αριθμούς. Στο γύρισμα του 21ου αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός του μαυρόγυπα εκτιμάται σε, μόλις, 4500-5000 άτομα.[42][43]
Παλαιότερα, ο μαυρόγυπας ήταν αρκετά διαδεδομένος φθάνοντας μέχρι και στην Πελοπόννησο, αλλά και στα Κύθηρα, την Ρόδο, την Λευκάδα και την Κρήτη. Ωστόσο, μετά από την μετα-πολεμική δραματική μείωση που υπέστη, σήμερα, όλος σχεδόν ο πληθυσμός του ζει και αναπαράγεται στον Έβρο.[13]
Μεμονωμένα ζευγάρια έχουν παρατηρηθεί και αλλού (Μεσολόγγι, Δελφοί, Ξάνθη), αλλά μόνο στην περιοχή του Ολύμπου έχει αποδειχθεί κάποιο φώλιασμα.[44] Ο συνολικός πληθυσμός φαίνεται να μην ξεπερνά τα 15-20 ζευγάρια (Δαδιά) και, ίσως 1-2 ζευγάρια στον Όλυμπο, που αποτελεί τον μοναδικό πληθυσμό στη ΝΑ. Ευρώπη [3] –για την Βουλγαρία, οι προσπάθειες αναπαραγωγής απέτυχαν. Ωστόσο, η σχετική σταθερότητα των ελληνικών πληθυσμών του Έβρου, έχει οδηγήσει σε ελπίδα επανάκαμψης στην γειτονική χώρα, επειδή μετακινούνται κάποια ζευγάρια προς τα εκεί.[45]
Κατά την δωδεκαετία 1994-2005, η αναπαραγωγική επιτυχία ήταν στο 72% (πτερωμένοι νεοσσοί ανά επωάζοντα ζευγάρια), περίπου. Εκτός από την έμμεση (δευτερογενή) δηλητηρίαση, επί πλέον απειλή αποτελούν τα αιολικά πάρκα, σε περιοχές αναζήτησης τροφής, καθότι οι αλλαγές στην χρήση της γης υποβαθμίζει (μαζί με τον ενσταβλισμό των ζώων) τον οικότοπο τροφοληψίας.[23]
Όλα τα παραπάνω και, κυρίως, επειδή οι μαυρόγυπες της Ελλάδας αποτελούν τους τελευταίους στην ΝΑ. Ευρώπη, έχουν οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του είδους, ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ως Ε1 (Κινδυνεύον –Endangered [D]).[45][46]
Οι μαυρόγυπες, ιδιαίτερα ευαίσθητοι κατά την περίοδο της αναπαραγωγής (πολύμηνος αναπαραγωγικός κύκλος), χρειάζονται ειδικά μέτρα διαχείρισης, όπως λεπτομερή πληθυσμική απογραφή, προστασία των χώρων φωλιάσματος, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται αυστηρός έλεγχος στην χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων και βελτίωση των πληθυσμών οπληφόρων θηλαστικών που, ο μαυρόγυπας, χρησιμοποιεί ως τροφή μετά τον θάνατό τους. Επίσης, η ορθή χωροθέτηση των αιολικών πάρκων, ώστε να μειωθούν οι προσκρούσεις με τις ανεμογεννήτριες και τα συνοδά με αυτές έργα.[45]
Πρέπει να αναφερθεί η εξαιρετική προσπάθεια που έχει καταβληθεί και, συνεχίζεται να καταβάλλεται στην περιοχή τής Δαδιάς Έβρου, που αποτελεί πρότυπο διατήρησης του είδους, μέσω συστηματικής τροφοδοσίας, παρατήρησης και καταγραφής του πληθυσμού. Το είδος και το δάσος Δαδιάς, προστατεύονται νομικά (Παρ. 1 απόφασης 414985/1985 ΥΠΓΕ) )[47] Επίσης, σημαντικό τμήμα των χώρων τροφοληψίας απαντά σε περιοχές του Δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.[45]
Στον ελλαδικό χώρο, ο Μαυρόγυπας απαντάται και με τις ονομασίες Μαύρο όρνιο, Λυκόρνιο (Παρνασσός), Σκανίτης (Κύπρος) [17][48] και Καρτάλι (Έβρος).[49][50]
i. ^ Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το γένος Aegypius, ανήκει στην ξεχωριστή υποοικογένεια Γυπίνες (Aegypiinae]], που περιλαμβάνει τους Γύπες του Παλαιού Κόσμου. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.
Ο Μαυρόγυπας είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους γύπες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Aegypius monachus και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).
Η Ελλάδα, έχει την τιμή να φιλοξενεί τον τελευταίο πληθυσμό όλης της ΝΑ Ευρώπης (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).Калмурғ - (Aegypius monachus), паррандаест соҳибчангол. ҷуссаи калон ва нӯлу панҷаҳои бақувват дорад. Сараш бемӯй, болаш дароз (750 —780 мм), думаш нисбатан кутох, (350—405 мм), вазнаш 7—11,5 кг (модинааш 7,5— 12,5 кг). Рангаш буря баланд. Лонаашро дар болон дарахтони баланд ва баъзан дар шохсорон аз навдаҳои хушкида месозад. Охири март— аввали апрел 1 тухм мегузорад. Тухмро ҳар ду ҷинс зер мекунанд, Чӯҷаҳо дар 3-моҳагӣ паррончак мешаванд. Ҷуфти Калмурғ доимист (як лонаро даҳҳо сол истифода мебаранд). Калмурғ паррандаи лошахӯр аст. Ҷасади ҷонваронро хӯрда, паҳншавии касалиҳои сироятии ҳайвону одамро пешгирӣ мекунад. Солҳои охир дар натиҷаи корам шудани заминҳо, истифодаи пеститсидҳо ва ғайраҳо миқдори Калмурғ кам шудааст.
Калмурғ - (Aegypius monachus), паррандаест соҳибчангол. ҷуссаи калон ва нӯлу панҷаҳои бақувват дорад. Сараш бемӯй, болаш дароз (750 —780 мм), думаш нисбатан кутох, (350—405 мм), вазнаш 7—11,5 кг (модинааш 7,5— 12,5 кг). Рангаш буря баланд. Лонаашро дар болон дарахтони баланд ва баъзан дар шохсорон аз навдаҳои хушкида месозад. Охири март— аввали апрел 1 тухм мегузорад. Тухмро ҳар ду ҷинс зер мекунанд, Чӯҷаҳо дар 3-моҳагӣ паррончак мешаванд. Ҷуфти Калмурғ доимист (як лонаро даҳҳо сол истифода мебаранд). Калмурғ паррандаи лошахӯр аст. Ҷасади ҷонваронро хӯрда, паҳншавии касалиҳои сироятии ҳайвону одамро пешгирӣ мекунад. Солҳои охир дар натиҷаи корам шудани заминҳо, истифодаи пеститсидҳо ва ғайраҳо миқдори Калмурғ кам шудааст.
Къуршыбгъэ (лат-бз. Aegypius monachus) — бгъэпӀащэ лъэпкъым щыщ лӀэужьыгъуэщ.
Къуалэбзу абрагъуэщ, къешэч ч. 7-12. Теплъэр зэфэзэщу фӀыцӀэ-гъуэбжафэщ. Щхьэ ин пцӀанэщ, къащхъуафэ къыщӀоуэ, пэр лъэщщ.
Мылъэтэжу щопсэу Къаукъазым, Кърымым, Азиэм, Алтайм, Ипщэ Еуропэм, Ищхъэрэ Африкэм я бгылъэ щӀыпӀэхэм. Абгъуэри, зейм тегъэпсыхьауэ инщ, къуацэхэм къыхэщӀыкӀауэ, и кӀуэцӀым удз щабэ илъу. Зы гъэм къакӀэц хабзэр зы джэдыкӀэщ, е тӀущ. Ар махуэ 55-кӀэ къраш анэми хъуми.
Ӏусыр псэущхьэ лӀащ, ауэ къохъу щынэхэм, елэнхэм, шылъэгъухэм щатеуи.
Нөмрөг тас (Aegypius monachus) мөн Нохой тас нь нэгэн зүйлийн шувуу бөгөөд хуучин ертөнцийн тасынханд (Aegypiinae) хамаардаг. Нөмрөг тас нь нэг метр гаран том биетэй бөгөөд европод энэ хэмжээгээрээ ухаа хажираас (Gyps fulvus) томд тооцогдон, ооч ёлын (Gypaetus barbatus) дараа орох хоёр дахь том харцагатан юм.
Тэд Европын өмнө хэсэг болон Ази, Испаниас Солонгос хүртэл тархан нутаглана.
Нөмрөг тас (Aegypius monachus) мөн Нохой тас нь нэгэн зүйлийн шувуу бөгөөд хуучин ертөнцийн тасынханд (Aegypiinae) хамаардаг. Нөмрөг тас нь нэг метр гаран том биетэй бөгөөд европод энэ хэмжээгээрээ ухаа хажираас (Gyps fulvus) томд тооцогдон, ооч ёлын (Gypaetus barbatus) дараа орох хоёр дахь том харцагатан юм.
Тэд Европын өмнө хэсэг болон Ази, Испаниас Солонгос хүртэл тархан нутаглана.
Тaз кaрa (лат. Aegypius monachus, Linnaeus, 1758):
Африкада – Марокко менен Египеттин түндүк жагы, Евразияда Пириней, Балкан жарым аралынан тартып чыгышка карай Хангай, Гоби Алтайына, Ганңсуга, Бутанга жана Ассамага чейин. Түндүккө карай Славенияга, Румынияга, Крымга, Чоң Кавказдын жана Балкандын, Копетдагдын, Бадхыздын, Каратоонун түндүк бетине чейин; Чүй-Илий тоолоруна, Жунгардын Алтайга, Тарбагатайга, Алтайга, Саянга, Хангайга жетет. Кыргызстандын бардык территориясына адатта кара жору уялаганга келет.
Тянңшандын субалңпы жана алңп алкактарында, жапайы ача туяктуулар жашаган жана үй жаныбарлар чогулган жерлерде кездешет.
Кыргызстанда атайын саны эсепке алынган эмес. Бирок, 1992-жылы 17-августтан 16-октябрга чейин изилделген 44 жайыттан 10дон 21ге чейин кара жору катталган. Ал көбүнчөсү бийик тоолордо, мисалы, деңиз деңгээлинен 3200 м бийикте Каракол жайытында кездешкен, ошондой эле ал өтө бийик эмес, мисалы Фергана өрөөнүндө 1250 м бийиктикте Кызылкыя жайытында болгону катталган. Дайыма кара жору гималай жорусу менен кошулуп топту түзөт. Байкоо жүргүзүүнүн натыйжасында жорулардын жашын аныктоо өтө татаал, бирок бир нече жаштары жана бир балапаны аныкталган . Ысыккөлдүн чыгышынын алңпы шалбаасында кара жору өтө сейрек кездешет (1 км2 0,02 - 0,04 особң). Ошондой эле токойдо ал өтө сейрек кездешет. 2003-жылы 21-июнда Кыргыз тоо кыркаларында 2000 м бийикте Кашкасуу колотунда бир кара жору өлгөн жылкынын үстүндө учуп жүргөнүн көрүшкөн, бирок кишилер анын этин жегенге тоскоол кылышкан.
Жапайы туяктуу жаныбарлардын санынын азайышы. Кызык үчүн гана атып жоготуу.
Отуруктуу куш. Ал уясын дарактарга (көбүнчөсүн арчага), анда-санда зоолорго салат. Көбүнчөсүн уясын кургак арчадан салат, анын ичин тоо эчкилердин жана койлордун жүнүнөн төшөйт. Уясын эрте салат, биринчи жумуртканы февралң-мартта тууйт. Уясында адаттагыдай бир эле жумуртка. Балапандарын апрелң-майда басып чыгарат, алар август- сентябрда учканга жарап калат.
Кыргызстанда колго багылбайт.
Атайын коргоо иш-аракеттери каралган эмес.
Уялоочу жерлерин картага түшүрүп, анан чакан заказниктер болуш үчүн өзгөчө коргоого алынган территория кылып реестрге киргизиш керек. Уялоочу жерлерин сөзсүз түрдө коргоо; байкоо жүргүзүүнүн эсебинен алынган каражаттарды жасалма жол менен тамактандырып экологиялык туризмди өнүктүрүү, ошондой эле жергиликтүү жааматтарды кызыктыруу керек. Атайын жем жечү жерлерди куруп, ал жакка өлгөн малдын тарптарын таштап, куштун жашоосуна шарт түзүү. Кара жорунун популяциясынын санын тактоо, уя салуунун биологиясын изилдөө, гималай жорусу менен түр арасындагы карым-катнаштарды изилдөө.
V I , Near Threatened, NT . Кыргызстандын фаунасынын бир уруунун бир өкүлү.Монотиптүү түр.
Тазкара (лат. Aegypius monachus) — карчыга кошлар семьялыгына керүче үләксә кошы. Көрән тазкаралар (лат. Aegypius) ыругының бердәнбер төре.
Авырлыгы 7–12 кг, озынлыгы 75–100 см, канат озынлыгы 72–85 см, канатлар колачы 250–300 см. Таулар һәм таулар алдындагы утрак кош. Көньяк Аурупа, Төньяк Африка, Алгы һәм Урта Азиядә яши. Аз гына көньяк-көнчыгыш Алтайда да бар. Үләксә белән туклана. Ояларны агачларда ясый. Ояда 1–2 күкәй.
Тазкара (лат. Aegypius monachus) — карчыга кошлар семьялыгына керүче үләксә кошы. Көрән тазкаралар (лат. Aegypius) ыругының бердәнбер төре.
Црниот мршојадец (Aegypius monachus) е член на фамилијата Accipitridae, граблива птица која е еден од двата најголеми мршојадци од стариот свет. Птицата е само далечно поврзана со мршојадците од новиот свет кои се во посебна фамилија Cathartidae меѓутоа спаѓаат во ист ред. Поради тоа, не е директно роднински поврзан со многу помалиот американски црн мршојадец и покрај сличното име и обоеност. Црниот мршојадец порано се среќавал и во Македонија.
Црниот мршојадец е евроазиски вид. Западните граници на неговата распространетост се во Шпанија и внатрешноста на Португалија, како и јужна Франција. Можат да се најдат повремено и во Грција, Турција и низ целиот Среден Исток. Досегот на нивното присуство може да се забележи во Авганистан, a источно досега до западна Индија и Централна Азија каде што се размножуваат во Манџурија, Монголија и Кореја. Досегот на нивното живеалиште е фрагментиран особено на европскиот континент. Вообичаено е постојан жител, освен во тие предели каде што острите зими предизвикуваат ограничувања во нивниот атмосферски лет и ограничувања во однос на младите потомоци кога ќе достигнат зрелост за размножување. Во источните граници птиците од најсеверните предели можат да мигрираат сè до Јужна Кореја и Кина. Ограничена миграција, исто така, е забележена низ Средниот Исток ама не е вообичаена.
Овој мршојадец е птица која преферира ридести, планински предели особено суви полуотворени живеалишта на големи надморски височини. Тие секогаш се поврзани со далечни, спокојни предели со ограничено човечко присуство. Тие трагаат по мрши низ различни видови на терен вклучувајки степи, тревни предели, отворени шумски предели покрај речни крајбрежја или низ секој вид на планински живеалишта. Во нивниот сегашен европски досег на живеење и низ кавкаскиот предел и Средниот Исток, тие можат да се забележат на височина од 100 до 2,000 метри додека низ нивниот азиски досег тие типично се наоѓаат на поголеми надморски височини. Пронајдени се две живеалишта кои очигледно ги преферираат во Кина и Тибет. Во овие предели мршојадците преферираат да живеат во планински шуми на надморска височина од 800 до 3,800 метри додека други претпочитаат суви или полусуви алпски пасишта или тревни предели на надморска височина од 3,800 до 4,500 метри.[2][3] Младенчињата и недозреаните мршојадци можат да прелетаат низ големи пространства како реакција на снежни бури или високи летни температури.[4]
Се верува дека црниот мршојадец е најголемата птица од овој ред во светот. Кондорот, кој е малку поголем сега се смета за птица која припаѓа на друг ред. Птицата е долга 98–120 см, со 2.5–3.1 м распон на крилјата. Тежината достига од 7 до 14 кг, и се смета за една од најтешките летачки птици.[5] Црниот мршојадец по боја е јасно темен, целото тело му е темно кафеава боја со исклучок на посветлата глава кај возрасните. Во лет, од далеку тие изгледаат дека се црни. Масивниот сино-сив клун е најголем од било кој жив мршојадец.
Црниот мршојадец е вообичаено самотна птица која ретко може да се забележи во пар, но сепак многу почесто од други мршојадци од стариот свет. Кај големи предели за хранење со мрши можат да се соберат мали групи. Такви групи можат да вклучат 12 мршојадци, со исклучителни случаеви од по 30 од многу стари извештаи. Тие се размножуваат во многу отворени колонии чии гнезда ретко можат да се најдат на истото дрво или карпа, за разлика од други мршојадци од стариот свет кои често се гнездат во тесноограничени колонии. Во Шпанија гнездата на овие птици беа пронајдени на оддалеченост од 300 метри до 2 километри едни од други. Крвожедниот мршојадец се размножува во високи планини или шуми гнездејќи се во дрва или повремено на рабови од планински гребени. Сезоната на парење трае од февруари до август или септември. Додворувањето се карактеризира со синхронизирано летање во парови. Птиците користат стапчиња и гранки како градежен материјал за гнездото, а женките и машките се рамноправни во однос на одгледувањето на младите.[6] Огромното гнездо во широчина е долго од 1.45 до 2 метри и во длабочина од 1 до 3 метри. Гнездото се зголемува доколку парот го користи низ годините и вообичаено е украсено со измет и животински кожи. Гнездата можат да се најдат во височина од 1.5 до 12 метри во големи дрвја како даб, клека, бадем или иглолисни дрвја. Повеќето дрвја за гнездење се наоѓаат покрај гребени. Вообичаено се несе само едно јајце, со исклучок по две. Периодот на инкубација варира од 50 до 62 дена со просек од 50 до 56 дена. Новоизлезените млади се полузависни од нивните родители.[7] Првиот лет е забележан кога младите се стари од 104 до 120 дена, меѓутоа тој период може да се продолжи и за дополнителни два месеца зависно од родителите.[4] Следењето со радиосателит сугерира дека добата на независност на адолесцентните од нивните родители е вообичаено од 5.7 до 7 месеци т.е. 2-3 месеци од првиот лет. Успехот на гнездење на овој мршојадец е релативно висок, со околу 90% од јајцата успешно изгнездени и со повеќе од половина од годишните птици кои преживуваат до возрасно доба. Тие се посветени родители, двајцата штитејќи го гнездото и хранејќи ги своите млади во смени, со полусварена храна. Видот може да живее до 39 години иако 20 години и помалку е поверојатно и немаат некој вообичаен предатор освен човекот.[7][8]
Како и сите мршојадци, и овој се храни претежно со мрши. Се храни со мршите на најголемите достапни цицачи, потоа риби и влекачи.[6]
Црниот мршојадец се намали како вид во последните 200 години како резултат на конзумaција на токсична храна која била наменета за труење на кучиња или други грабливки и како резултат на зголемените хигиенски стандарди поради кои достапноста на мрши е драстично намалена, и затоа моментално е означен како блиску загрозен вид. Мршојадци од сите видови, иако не се цел на операциите на труење, сепак можат да бидат застрелани од локалните жители. Заробување и ловење на овој вид е вообичаено често во Кина и Русија. Можеби уште поголема закана за овој самотен вид е процесот на модерен развој и уништувањето на нивните природни живеалишта. Гнездата кои не се наоѓаат премногу високо на дрвјата се прилично достапни за колекционерите на јајца и дрва за огрев.[2] Падот на присуството на овој вид е најголем во западните граници на нивните живеалишта со чест резултат на комплетно изумирање во одредени eвропски земји (Франција, Италија, Австрија, Полска, Словачка, Молдавија, Романија) и целосното исчезнување во северозападна Африка (Мароко и Алжир). Исто така, тие не се гнездат повеќе во Израел. Во последно време заштитата и шемите за наменско хранење овозможија локален раст во нивниот број, особено во Шпанија, каде што бројот се зголеми до 1,000 пара до 1992, откако се намали до 200 пара во 1970. Колонијата сега ја прошири својата зона на размножување и во Португалија. На други места во Европа многу мали, но зголемувачки бројки на размножување се забележани во Бугарија и Грција и моментално се одвива шемата за рехабитација во Франција. Нивоата на малите популации во Украина и во eвропска Русија како и aзиските популации не се добро документирани. Во земјите на поранешниот СССР овој вид сè уште е загрозен како резултат на нелегално заробување за зоолошки, а во Тибет како резултат на родентициди. Видот е редовен крајбрежен зимски посетител во мали броеви во Пакистан. А од почетокот на 21 век глобалната популација на црниот мршојадец е проценета на 4500-5000 индивидуи.
Називот Aegypius потекнува од грчкиот збор (αιγυπιος) за „мршојадец“ или за птица која не наликува на ниту една друга, а римскиот автор Аелиан го опишува aegypius како „вид помеѓу мршојадец (gyps) и орел“. Некои автори мислат дека е добар опис на lammergeier, додека други не се согласуваат. Aegypius претставува епоним за целиот вид, без разлика на други описи. Англиското име „црн мршојадец“ претставува опис за неговата темна боја додека називот „калуѓер мршојадец“ претставува директен превод од неговото германско име Mönchsgeier и се однесува на неговата ќелава глава и пердувите околу вратот кои потсетуваат на традиционалната калуѓерска наметка. Cinereous (Латински cineraceus, пепеласт, блед, бледосив) претставува наменски обид да се промени неговото име за да се разликува од американскиот црн мршојадец.
Црниот мршојадец (Aegypius monachus) е член на фамилијата Accipitridae, граблива птица која е еден од двата најголеми мршојадци од стариот свет. Птицата е само далечно поврзана со мршојадците од новиот свет кои се во посебна фамилија Cathartidae меѓутоа спаѓаат во ист ред. Поради тоа, не е директно роднински поврзан со многу помалиот американски црн мршојадец и покрај сличното име и обоеност. Црниот мршојадец порано се среќавал и во Македонија.
Чорны грыф (па-лацінску: Aegypius monachus) — драпежная птушка з атраду сокалападобных (Falconiformes), сямейства ястрабіных (Accipitridae).
Чорны грыф (па-лацінску: Aegypius monachus) — драпежная птушка з атраду сокалападобных (Falconiformes), сямейства ястрабіных (Accipitridae).
काळे गिधाड एक मोठा शिकारी पक्षी आहे जो युरेशियातल्या बऱ्याचश्या भागात आढळतो. गडचिरोली (महाराष्ट्र) मध्ये पण हा पक्षी आढळतो, हा जगातील दोन सर्वात मोठ्या गिधाडांच्या प्रजातींपैकी एक आहे. याची महत्तम लांबी १.२ मी, पंखांची लांबी ३.१ मी आणि वजन १४ किलोग्रॅम असते. काळे गिधाड बरेच मोठे आणि रुबाबदार असल्यामुळे त्याला ‘गृध्रराज’ म्हणतात.[२]
हा जगातील सर्वात मोठा शिकारी पक्षी आहे. फक्त हिमालयीन गिधाडाचा आकार या काळ्या गिधाडाएवढा होऊ शकतो. तरीही सर्वात मोठे काळे गिधाड सर्वात मोठ्या हिमालयीन गिधाडापेक्षा मोठे असते. मादी नरापेक्षा थोडी मोठी असते.[३] या भव्य पक्ष्याची लांबी ९८-१२० सेंमी आणि पंखाची लांबी २.५ ते ३.१ मी असते. नरांचे वजन ६.३-११.५ किग्रॅ तर माद्यांचे वजन ७.५-१४ किग्रॅ असते. हा जगातील सर्वात वजनदार उडणारा पक्षी आहे.[३]
याचे शरीर स्पष्टपणे गडद असते. प्रौढांमध्ये फिकट डोके वगळता संपूर्ण शरीर गडद तपकिरी ते काळे असते. डोके आणि गळ्यावरील त्वचेचा रंग निळा-करडा असतो आणि डोळ्यांच्या वर पांढरा रंग असतो. डोळे तपकिरी असतात; चोच मोठी, मजबूत, टोकाशी वाकडी आणि निळ्या-करड्या रंगाची; पाय निळ्या-करड्या रंगाचे असतात. उडण्याच्या कामी येणारे पंख काळे असतात. नर व मादी दिसायला सारखेच असतात. हे पक्षी एकटे आढळतात.[३]
काळे गिधाड युरेशियन प्रजात आहे. पश्चिमेकडे ते स्पेन, पोर्तुगाल, दक्षिण फ्रान्समध्ये आढळतात. ग्रीस, तुर्की आणि मध्य पूर्व मध्येही ते आढळतात. त्यापुढे अफगानिस्तान आणि पूर्वेला उत्तर भारत आणि मध्य आशियामध्ये आढळतात. मध्य आशियातील मंगोलिया, कोरिया, मंचुरिया इथे त्यांची वीण होते.
हे पक्षी डोंगराळ, पर्वतमय भागात राहतात. विशेषत: उंचावरील कुरणांसारख्या शुष्क अर्ध-खुल्या प्रदेशात ते राहतात. युरोपमध्ये ते १०० ते २००० मी उंचापर्यंत आढळतात. आशियात आणखी जास्त उंचावर आढळून येतात. या प्रजातीची गिधाडे अतिशय उंचावर उडू शकतात. एक काळे गिधाड माऊंट एव्हरेस्टवर ६९७० मी उंचावर दिसले होते.[३]
उत्तर-पश्चिम भारतात फेब्रुवारी किंवा एप्रिल आणि उत्तर-पूर्व भारतात जानेवारीमध्ये ते घरट्याकडे परत जातात. सप्टेंबर ते ऑक्टोबरपर्यंत त्यांचा विणीचा हंगाम असतो. घरटे बरेच मोठे व काटक्यांचे केलेले असून उंच झाडावर जमिनीपासून ९—१२ मी. उंचीवर असते. कधी कधी उंच कड्यावरील खडकांच्या कंगोऱ्यात घरटे करतात. मादी दर खेपेस पांढऱ्या रंगाचे एकच अंडे घालते.
इतर सर्व गिधाडांप्रमाणे काळे गिधाडदेखील मेलेल्या प्राण्यांच्या मांसावर उपजीविका करतात.
गेल्या २०० वर्षात काळ्या गिधाडांची संख्या सर्व ठिकाणी कमी होत आहे. २१व्या शतकाच्या सुरुवातीला यांची संख्या ४५००-५००० असल्याचा अंदाज वर्तवण्यात आला होता.
काळे गिधाड एक मोठा शिकारी पक्षी आहे जो युरेशियातल्या बऱ्याचश्या भागात आढळतो. गडचिरोली (महाराष्ट्र) मध्ये पण हा पक्षी आढळतो, हा जगातील दोन सर्वात मोठ्या गिधाडांच्या प्रजातींपैकी एक आहे. याची महत्तम लांबी १.२ मी, पंखांची लांबी ३.१ मी आणि वजन १४ किलोग्रॅम असते. काळे गिधाड बरेच मोठे आणि रुबाबदार असल्यामुळे त्याला ‘गृध्रराज’ म्हणतात.