The bog gled (Circus aeruginosus) is a lairge harrier, a bird o prey frae temperate an subtropical wastren Eurasie an adjacent Africae.
The bog gled (Circus aeruginosus) is a lairge harrier, a bird o prey frae temperate an subtropical wastren Eurasie an adjacent Africae.
De Brune hoanskrobber ek: Glee of Mûzebiter, (Circus aeruginosus) is in rôffûgel út it skaai fan de haukfûgels (Accipitridae).
In folwoeksen eksimplaar is sa'n 50 sintimeter grut. It bist fleant meastentiids leech oer sompen en reidfjilden, mei de foar alle soarten hoanskrobbers kenmerkende hâlding : in weagjende fleanbeweging, mei de wjukken yn in ûndjippe V-foarm. Brune hoanskrobbers nestelje op'e grûn yn de reiden.
It mantsje is brún en hat in griis wjukplak en sturt. It wyfke is ek brún, mar hat in ljochte krún en kiel.
Brune hoanskrobbers komme simmerdeis yn hast hiel Europa foar, útsein Ierlân , Skandinaavje en it grutste diel fan it Feriene Keninkryk. Dêrneist komme se yn de winter yn it westen fan Europa foar (wêrûnder yn Nederlân en Belgje), Frankryk, Spanje, Portegal, Itaalje, it eardere Joegoslaavje, Grikelân en Turkije foar. Yn lêstneamde lannen binne se dus it hiele jier troch te finen.
De Brune hoanskrobber ek: Glee of Mûzebiter, (Circus aeruginosus) is in rôffûgel út it skaai fan de haukfûgels (Accipitridae).
A raidiarn (guuseniarn ??, (mo.) ånertetiif, räidefalke, brüne hånetiif) (Circus aeruginosus) as en fögel ütj at famile faan a hanjügern (Accipitridae).
Ο Καλαμόκιρκος είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους κίρκους που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο, ένα από τα μέλη της ομάδας των κίρκων. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Circus aeruginosus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος C. a. aeruginosus, που είναι επιδημητικό στη χώρα. [3]
Η λατινική λέξη aeruginosus είναι αρκετά σπάνια και, σημαίνει επακριβώς: «γεμάτος με σκουριά από χαλκό».[4][5] Επειδή, ωστόσο, το χρώμα αυτό παραμένει εκείνο του υποκείμενου χαλκού (verdigris), κατ' επέκτασιν σημαίνει «χαλκόχρωμος».
Τόσο η αγγλική ονομασία του είδους (marsh harrier), όσο και η ελληνική σχετίζονται με τα κυριότερα ενδιαιτήματα του πτηνού (βάλτοι, καλαμώνες).
Ο καλαμόκιρκος έχει μία ευρεία περιοχή εξάπλωσης στον Παλαιό Κόσμο, συγκεκριμένα στην Παλαιαρκτική. Στην Ευρώπη απαντά σχεδόν σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση τη Νορβηγία, την Ισλανδία, και την Ιρλανδία. Στην Ασία απαντά κυρίως στη Μέση Ανατολή, Τουρκία, Ιράκ και Ιράν, ενώ η περιοχή εξάπλωσης εκτείνεται προς τα ανατολικά ως τη βορειοδυτική Κίνα, τη Μογγολία και τη λίμνη Βαϊκάλη της Σιβηρίας, και νότια στην ινδική υποήπειρο. Στην Αφρική, βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της και σε μία μεγάλη ζώνη γύρω από τον ισημερινό, από τον Ατλαντικό μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό.
Ο καλαμόκιρκος αναπαράγεται σχεδόν σε κάθε χώρα της Ευρώπης, είτε ως μόνιμος κάτοικος, είτε ως καλοκαιρινός επισκέπτης, αλλά απουσιάζει από τις ορεινές περιοχές και την υποαρκτική Σκανδιναβία. Είναι σπάνιος, αλλά αυξάνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έχει εξαπλωθεί μέχρι την ανατολική Σκωτία.[6] Οι περιοχές αναπαραγωγής στην Ασία, βρίσκονται κυρίως στη Μικρά Ασία και τη μεσογειακή Μέση Ανατολή, στις ακτές της Κασπίας και τις παραθαλασσιες περιοχές του Ιράκ και του Ιράν, το [[Καζακστάν, το βόρειο Αφγανιστάν και το βόρειο Πακιστάν.
Τέλος στην Αφρική, αναπαράγεται μόνιμα στις βόρειες περιοχές του Μαρόκου, της Αλγερίας και της Τυνησίας.
Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται νότια των περιοχών αναπαραγωγής. Μερικά πουλιά μεταναστεύουν σε περιοχές της νότιας και δυτικής Ευρώπης με ηπιότερο κλίμα, ενώ άλλοι πληθυσμοί μεταναστεύουν στο Σαχέλ, στη λεκάνη του Νείλου και την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής (Ζάμπια, Ζιμπάμπουε), στην Αραβική Χερσόνησο, στην ινδική υποήπειρο, στη Μιανμάρ και τη Σρι Λάνκα.
Στην Ελλάδα απαντά τόσο ως μόνιμος αναπαραγόμενος κάτοικος, όσο και ως χειμερινός επισκέπτης.[7]
Ο καλαμόκιρκος θεωρείται, γενικότερα, αποδημητικό πτηνό σε μεγάλη έκταση της περιοχής εξάπλωσής του. Η φθινοπωρινή αποδημία πραγματοποιείται από τα τέλη Ιουλίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου, περίπου, ενώ η εαρινή από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τα μέσα Απριλίου.
Τυχαία, περιπλανώμενα άτομα έχουν φθάσει μέχρι την Ισλανδία, τις Αζόρες, τη Μαλαισία και τη Σουμάτρα. Η πρώτη αναφορά -αλλά ανεπιβεβαίωτη- για τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν για ένα άτομο, που φέρεται να φωτογραφήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1994 στο Chincoteague Εθνικό Καταφύγιο Άγριας Ζωής της Βιρτζίνια. Στη συνέχεια, υπήρχε επιβεβαιωμένη καταγραφή από τη Γουαδελούπη (χειμώνας του 2002/2003) και από το Laguna Cartagena Εθνικό Καταφύγιο Άγριας Ζωής στο Πουέρτο Ρίκο (αρχές του 2004 και τον Ιανουάριο / Φεβρουάριο του 2006).
Ο καλαμόκιρκος εξαρτάται στενά από υγροτόπους, ιδίως εκείνους που είναι πλούσιοι σε καλαμώνες (Phragmites australis). Μπορεί επίσης να συναντηθεί σε πολλά άλλα ανοιχτά ενδιαιτήματα, όπως γεωργικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις ή αμμοθίνες, δέλτα ποταμών και λιμνοθάλασσες, ιδίως όταν αυτές οι περιοχές γειτνιάζουν με έλη.[7][8]. Επίσης απαντά και σε ορυζώνες [9]<
Είναι εδαφικό είδος κατά την περίοδο αναπαραγωγής και, ακόμα και το χειμώνα, φαίνεται ότι είναι λιγότερο κοινωνικό πτηνό από άλλους κίρκους που, συχνά, συγκεντρώνονται σε μεγάλα σμήνη.[10]. Παρόλ’αυτά, στο Εθνικό Πάρκο Keoladeo του Rajasthan (Ινδία) περίπου 100 καλαμόκιρκοι παρατηρούνται να κουρνιάζουν μαζί κάθε Νοέμβριο / Δεκέμβριο.
Ο καλαμόκιρκος είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός κίρκος, στο μέγεθος περίπου μιας γερακίνας, αλλά έχει φαρδύτερες, πιο στρογγυλεμένες φτερούγες και «βαρύτερο» πέταγμα από τα άλλα είδη.[11]
Όπως και οι άλλοι κίρκοι εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό. Το πτέρωμα του αρσενικού είναι ως επί το πλείστον κοκκινωπό-καφέ με ανοικτότερες κιτρινωπές ραβδώσεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερα εμφανείς στο στήθος. Το κεφάλι, ο λαιμός και οι ώμοι έχουν ως επί το πλείστον κρεμ-γκριζοκίτρινη απόχρωση. Τα δευτερεύοντα και τα τριτεύοντα ερετικά φτερά είναι καθαρά γκρι-σταχτιά, το τελευταία ερχόμενα σε αντίθεση με το καφέ εμπρός τμήμα της πτέρυγας και τα μαύρα πρωτεύοντα στα ακροπτερύγια. Η άνω και η κάτω πλευρά της πτέρυγας είναι παρόμοιες, αν και το καφέ είναι ανοικτότερο στο κάτω μέρος. Η ουρά είναι μονόχρωμη και τα υπουραία φτερά ουδέποτε λευκά (διαφορά από τους άλλους κίρκους).[12] Γενικά, τρία χρώματα κυριαρχούν στο αρσενικό, από όποια πλευρά και να το δει κανείς: καφέ-γκρι-μαύρο.
Το θηλυκό είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου καφέ-σοκολατί, με την κορυφή του κεφαλιού, του λαιμού και των ώμων να έχουν ένα εμφανώς ανοικτότερο κιτρινωπό χρώμα. Όμως, αυτό το φτέρωμα μπορεί να είναι, είτε σαφώς οριοθετημένο με έντονες αντιθέσεις, είτε -ιδιαίτερα σε φθαρμένα φτερά- να είναι αρκετά «ξεπλυμένο» και να μοιάζει με τα χρώματα του κεφαλιού του αρσενικού. Πάντως, η οφθαλμική περιοχή του θηλυκού είναι πάντα πιο σκούρα, κάνοντας τα μάτια να ξεχωρίζουν.
Τα πόδια, τα δάκτυλα, η ίριδα και το κήρωμα είναι κίτρινα, ενώ το ράμφος είναι μαύρο.
Ο καλαμόκιρκος, κατά την πτήση, μοιάζει αρκετά με τη γερακίνα ή τον τσίφτη, αλλά έχει το χαρακτηριστικό πέταγμα των κίρκων, πετάει δηλαδή με τις πτέρυγες ανορθωμένες σε σχήμα V. Τα φτερουγίσματά του είναι «ελαστικά» και κάνει συχνά απότομα σταματήματα ή μικρές βουτιές. Συνήθως πετάει χαμηλά πάνω από τις καλαμιές αναζητώντας θηράματα.[7]. Τα πόδια του, κατά την πτήση, τα διατηρεί συνήθως κρεμασμένα. Την ίδια στάση διατηρεί και όταν κυνηγάει, προσπαθώντας να αιφνιδιάσει τη λεία του από χαμηλό ύψος. Το θήραμα, τις περισσότερες φορές συλλαμβάνεται στο έδαφος, σπάνια στον αέρα ή στην επιφάνεια του νερού.
Η κύρια τροφή του καλαμόκιρκου αποτελείται κατά 70-80% από στρουθιόμορφα και από -κυρίως νεαρά- υδρόβια πουλιά, όπως πάπιες και πουλάδες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, επιτίθεται σε όλους τους νεοσσούς, ενώ τρώει ακόμη και αυγά άλλων πουλιών. Με την κατάλληλη δαιθέσιμη περιοχή, το κύριο μέρος της διατροφής μπορεί επίσης να αποτελείται από χωραφοπόντικες, αρουραίους, σκίουρους εδάφους, μικρά κουνέλια, λαγούς, και μοσχόμυες.[8] Επιπλέον, σε μικρότερο βαθμό, ψάρια, βάτραχοι, σαύρες, μικρά φίδια και μεγάλα έντομα, περιλαμβάνονται στη γκάμα θηραμάτων. Τέλος, μπορεί να στραφεί και σε θνησιμαία ή να κλέψει τη λεία άλλων πουλιών.[13]
Η έναρξη της περιόδου αναπαραγωγής κυμαίνεται από τα μέσα Μαρτίου έως τα μέσα Μαΐου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος,συνήθως όμως είναι κατά τον Απρίλιο ή αρχές Μαΐου. Στην κεντρική Ευρώπη μπορεί να παραταθεί μέχρι και τον Ιούνιο. Οι καλαμόκιρκοι συνήθως δεν είναι μονογαμικοί, με τα αρσενικά να ζευγαρώνουν με δύο ή, μερικές φορές, με τρία θηλυκά, αλλά κάποια ζευγάρια παραμένουν μαζί για πολλά χρόνια.
Η φωλιά κατασκευάζεται στην επιφάνεια του εδάφους μέσα στις καλαμιές, αλλά κάποιες φορές πάνω στην επιφάνεια πολύ ρηχού νερού. Κατασκευάζεται σχεδόν αποκλειστικά από το θηλυκό, αποτελείται από καλάμια και μεγάλα ξερόκλαδα και, επιστρώνεται με πρασινάδες. Είναι μεγαλύτερη από τη φωλιά που φτιάχνουν οι άλλοι κίρκοι και, μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί, ιδιαίτερα μετά από ένα επιτυχημένο φώλιασμα.[14] Σπανιότερα, η φωλιά μπορεί να κατασκευαστεί σε χωράφια ή καλλιεργημένους αγρούς.
Η γέννα αποτελείται από 4-5 αυγά, κάποιες φορές 3-8. Η επώαση -που ξεκινάει είτε από το πρώτο αυγό είτε από το δεύτερο ή και το τρίτο-, πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, με το αρσενικό να την εφοδιάζει με τροφή και διαρκεί 33-38 ημέρες.[14]
Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό, για 7-10 ημέρες, ενώ το αρσενικό προμηθεύει την τροφή. Κατόπιν, κυνηγούν και οι δύο γονείς ταυτόχρονα. Οι νεοσσοί αποκτούν το πρώτο τους φτέρωμα στις 21-28 ημέρες και παραμένουν κοντά στη φωλιά για τις επόμενες 14 ημέρες, ενώ είναι ικανά για πτήση στις 35-40 ημέρες περίπου. Μένουν κοντά στους γονείς τους για 2-3 εβδομάδες ακόμη.[14][15]
Οι πληθυσμοί του καλαμόκιρκου είχαν μειωθεί σε πολλές περιοχές μεταξύ του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα εξαιτίας της δίωξης, της καταστροφής των οικοτόπων και της υπερβολικής χρήσης φυτοφαρμάκων, κυρίως DDT. Tώρα, αποτελεί ένα προστατευόμενο είδος σε πολλές χώρες, με τους αριθμούς του να ανεβαίνουν και πάλι, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου (1) ένα και μοναδικό θηλυκό αναπαραγωγής υπήρχε το 1971, ενώ σήμερα υπάρχουν πάνω από 200 ζεύγη. Στην κεντρική Ευρώπη, εμφανίστηκε σε υψόμετρο μέχρι και 750, όπου παλαιότερα δεν υπήρχε.[16]
Βέβαια, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια σειρά από απειλές, συμπεριλαμβανομένου του παράνομου κυνηγιού, ιδιαίτερα κατά τη μετανάστευση στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Τα πτηνά είναι εκτεθειμένα σε παρενοχλήσεις της φωλιάς κατά την περίοδο αναπαραγωγής και, ενδέχεται επίσης να δηλητηριάζονται από κατάποση σκαγίων, μέσω της λείας τους. Παρόλα αυτά, ο καλαμόκιρκος σήμερα κατατάσσεται ως είδος Ελαχίστης ανησυχίας από την IUCN.[17]
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα για την ιστορική του κατανομή, αλλά θα ήταν, πιθανότατα, ευρύτερη από τη σημερινή, λόγω της ύπαρξης περισσοτέρων υγροτόπων, κυρίως ελών, που έχουν έκτοτε αποξηρανθεί. Οι αποξηράνσεις, οι γενικότερες ανθρώπινες παρεμβάσεις στους υγροτόπους και η λαθροθηρία, είναι οι κυριότερες αιτίες μείωσης του πληθυσμού στην Ελλάδα, που συνεχίζεται ακόμη. Είναι αναγκαία η λεπτομερής καταγραφή των αναπαραγομένων ζευγαριών και η διατήρηση ικανών εκτάσεων με καλαμώνες, που είναι απαραίτητοι για την επιβίωση του είδους.
Ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ο καλαμόκιρκος εντάσσεται στην κατηγορία Τρωτά (Vulnerable, VU).[18]
Ι. Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία Τρωτά.
ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των άγριων πουλιών.
ΙΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.[19]
Στον ελλαδικό χώρο, o Καλαμόκιρκος απαντά και με τις ονομασίες Λιμνογέρακο, Λιμνοκιρκινέζι, Λιμνόβιος Κίρκος [7][20][21]
Ο Καλαμόκιρκος είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους κίρκους που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο, ένα από τα μέλη της ομάδας των κίρκων. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Circus aeruginosus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος C. a. aeruginosus, που είναι επιδημητικό στη χώρα.
Блатната еја или блатен жабар (науч. Circus aeruginosus) е голема граблива птица од родот еи (Circus) во фамилијата на јастребите која е распространета од умерена и суптропскa западнa Евроазија до Африка. Ја има и во Македонија. Блатната еја има два подвида, преселничкиот тип C. a. aeruginosus кој е распространет низ целиот опсег, и C. a. harterti кој е постојан жител на северозападна Африка.
Блатната еја е долга 43-54 см, има распон на крилјата од 115 до 130 см и тежина од 400 до 650 гр. кај мажјаците и 500-800 гр. кај женките. Тоа е голема, гломазна птица, со прилично широки крилја, и има изразен и чуден полов диморфизам. Перјето на мажјакот е претежно црвеникавокафено со светли жолтеникави ленти, кои се особено истакнати на градите. Главата и рамењата се претежно бледи сивкастожолти. Секундарните и терцијарните пердуви за летање на крилјата се чисто сива боја како контраст на кафените горни делови на крилјата ицрните рабови. Горната и долната страна на крилото се слични, иако е посветлокафено одозгора. Гледан и од горе и од долу, кога лета мажјакот е тробоен: кафено-сиво-црн. Нозете, стапалата, очите и врвот на црниот клун му се жолти. Женката, пак, е речиси целата чоколаднокафена. На врвот од главата, на грлото и рамењата има впечатливо светложолта боја која може да биде јасно ограничена и многу контрастна или избледена кога перјето е ветво и пред митарење, и да личи на мажјакот. Но, во подрачјето кај очите, женките се секогаш потемни, давајќи им така на светлите очи уште поголема изразност. Младенчињата се слични на женките, но обично имаат помалку жолто, особено на рамењата.
Овој вид има широко распространета територија на размножување, од Европа и северозападна Африка до Централна Азија и северните делови на Среден Исток. Се размножува во речиси сите држави на Европа, освен во планинските предели на субарктичка Скандинавија. Редок е, но е во пораст во Велика Британија каде достигнува источно до Шкотска[2]. На Средниот Исток има популации во Турција, Ирак и Иран, додека во Централна Азија достигнува до севрозападна Кина, Монголија и до Бајкалско Езеро во регионот на Сибир.
Повеќето популации од блатната еја се преселнички. Некои птици зимуваат во поблагите региони на јужна и западна Европа, додека други мигрираат во Африка или Арабија. Постојаните жители на подвидот harterti, ги населуваат Мароко, Алжир и Тунис. Скитниците достигнуваат до Исланд, Азорски Острови, Малезија и Суматра.
Како и другите блатни птици, и оваа е силно поврзана со влажни средини богати со трски. Исто така, се населува во различни други отворени простори, како што се обработливите земјишта и ливадите, особено ако граничнат со мочуриште. Овие птици се територијални во сезоната на парење, па дури и во зима се чини се помалку социјални од другите слични видови, кои често се собираат во големи јата.
Лови во типична позиција, во низок лет над отворената земја, со крилјата собрани во V форма и често со испружени (обесени) нозе.
Блатната еја се храни со мали цицачи, мали птици, инсекти, влекачи и жаби.[3] [4]
Сезоната на парење варира од средината на март до почетокот на мај. Мажјакот често се спарува со две, а повремено и со три женки. Ваквите врски обично траат една сезоната на парење, но некои парови остануваат заедно и по неколку години.
Гнездото го сместуваат на земја, а го прават од стапчиња, трски и трева. Скриено е во полиња од трска или на други места со висока трева. Најчесто, женката снесува 3-8 овални, бели со синозелена нијанса, јајца. Јајцата се инкубираат 31-38 дена, а младенчињата се здобиваат со перје по 35-40 дена.
Од XIX до крајот на XX век популацијата на блатната еја се намалувала заради лов, уништување на природното живеалиште и употреба на пестициди. Сега е заштитен вид во многу земји и бројот му се зголемува. На пример, во Велика Британија во 1971 година останала само една женка, а денес има над 200 пара од овој вид. И денес му се закануваат разни предизвици, вклучувајќи го ловот, особено при миграцијата над Медитеранот. Но, сепак, видот е добро опоравен и сега се смета за најмалку загрозен.[1].
|accessdate=
(помош) (англиски) Блатната еја или блатен жабар (науч. Circus aeruginosus) е голема граблива птица од родот еи (Circus) во фамилијата на јастребите која е распространета од умерена и суптропскa западнa Евроазија до Африка. Ја има и во Македонија. Блатната еја има два подвида, преселничкиот тип C. a. aeruginosus кој е распространет низ целиот опсег, и C. a. harterti кој е постојан жител на северозападна Африка.
Кусчут кыырт эбэтэр көннөрү кусчут (нууч. Болотный лунь, лат. Circus aeruginosus) — Саха Сирин соҕурулуу-арҕаа өттүгэр уйаланар бөдөҥ соҕус тыҥырахтаах көтөр. Уу кытыытыгар олохсуйар. Үксүн кутуйахтары, кыра уонна орто көтөрдөрү тутан сиир. Сороҕор андаатары, кустары уонна чөкчөҥөөлөрү тутар.
Кусчут кыырт эбэтэр көннөрү кусчут (нууч. Болотный лунь, лат. Circus aeruginosus) — Саха Сирин соҕурулуу-арҕаа өттүгэр уйаланар бөдөҥ соҕус тыҥырахтаах көтөр. Уу кытыытыгар олохсуйар. Үксүн кутуйахтары, кыра уонна орто көтөрдөрү тутан сиир. Сороҕор андаатары, кустары уонна чөкчөҥөөлөрү тутар.
Къамылжье́ц (лат-бз. Circus aeruginosus) — къашыргъэ лъэпкъым хыхьа жьец гупым щыщщ.
Анэр нэхъ пӀащэщ, теплъэкӀи зэщхьэщокӀ. Гъуабжэ-фӀыцӀафэщ, ныбэщӀагъым гъуабжэ кусэхэр хэсщ. Анэхэм я щхьэхэр нэхъ гъуафэщ.
Щопсэу къэрал бжыгъэм я псыпцӀэхэм, къэмылылъэ щӀыпӀэхэм.
Абгъуэр егугъуу щегъэпщкӀу бгъэн, къэмыл, Ӏутанэ Ӏувхэм. Зэ гъуэлъхьэгъуэм нэхъыбэм джэдыкӀи 4-5, ауэ тӀу нэхъ мыхъуи, хы ирилъхьуи абгъуэ къагъуэтащ. Къизышыр анэм изакъуэщ.
Ӏусыр — къуалъэбзу цӀыкӀу, джэдыкӀэ, хьэндыркъуакъуэщ, шэрыпӀ псэущхьэхэр — жумэрэн, къамылыщхьэдзыдзэ, нэгъуэщӀхэр.
Къамылжье́ц (лат-бз. Circus aeruginosus) — къашыргъэ лъэпкъым хыхьа жьец гупым щыщщ.
Анэр нэхъ пӀащэщ, теплъэкӀи зэщхьэщокӀ. Гъуабжэ-фӀыцӀафэщ, ныбэщӀагъым гъуабжэ кусэхэр хэсщ. Анэхэм я щхьэхэр нэхъ гъуафэщ.
Щопсэу къэрал бжыгъэм я псыпцӀэхэм, къэмылылъэ щӀыпӀэхэм.
Абгъуэр егугъуу щегъэпщкӀу бгъэн, къэмыл, Ӏутанэ Ӏувхэм. Зэ гъуэлъхьэгъуэм нэхъыбэм джэдыкӀи 4-5, ауэ тӀу нэхъ мыхъуи, хы ирилъхьуи абгъуэ къагъуэтащ. Къизышыр анэм изакъуэщ.
Ӏусыр — къуалъэбзу цӀыкӀу, джэдыкӀэ, хьэндыркъуакъуэщ, шэрыпӀ псэущхьэхэр — жумэрэн, къамылыщхьэдзыдзэ, нэгъуэщӀхэр.
Саз карчыгасы (лат. Circus aeruginosus) - саз карчыгасы кошларына караган ерткыч кош.
Каргадан зурыррак. Очканда киң очлы канатлары, озын гына койрыгы күзгә салына. Гадәттә су, камыш өсләрендә түбәнтен генә очып йөри. Гомуми төсе кара көрән. Башы, сырты, гәүдәсенең ас ягы соры төстә, бәйләнешсез буй ала сызымнар белән чыбаланган. Башка карчыгалардан аермалы ягы, каурыйларында ак төс булмавы.
Тавышы яңгыравыклы.
Сазлыклы, суга якын болын һәм тугайларда яши. Вак су кошлары, бака аулый. Күчмә кош. Киң генә таралган. Оясы җирдә була. 4-5 бөртек яшькелт ак йомырка сала. Күбәеп китсәләр, су кошларын юк итеп зыян китерәләр.
Саз карчыгасы (лат. Circus aeruginosus) - саз карчыгасы кошларына караган ерткыч кош.
Каргадан зурыррак. Очканда киң очлы канатлары, озын гына койрыгы күзгә салына. Гадәттә су, камыш өсләрендә түбәнтен генә очып йөри. Гомуми төсе кара көрән. Башы, сырты, гәүдәсенең ас ягы соры төстә, бәйләнешсез буй ала сызымнар белән чыбаланган. Башка карчыгалардан аермалы ягы, каурыйларында ак төс булмавы.
Ҡамышҡара (лат. Болотный лунь, лат. Circus aeruginosus)
Ҡарғанан ҙурырраҡ. Осҡанда киң осло ҡанаттары, оҙон ғына ҡойроғо күҙгә салына. Ғәҙәттә һыу, ҡамыш өҫтәрендә түбәндән генә осоп йөрөй. Дөйөм төҫө ҡара көрән. Башы, һырты, кәүҙәһенең аҫ яғы һоро төҫтә, өҙөк- өҙөк буй ала һыҙаттар менән сыбарланған. Башҡа көйгәнәктәрҙән айырмалы яғы, ҡауырһындарында аҡ төҫ булмауы.
Тауышы яүғырауыҡлы:"көйөөү-көйөөү-көйөөү"
Һаҙлы, һыуға яҡын болон һәм туғайҙарҙа йәшәй. Ваҡ һыу ҡоштары, тәлмәрйен, көшөлддәрҙе аулай. Күсмә ҡош. Киң генә таралған. Ояһы ерҙә була. 4-5 бөртөк йәшкелт аҡ йомортҡа һала. Күбәйеп китһәләр, һыу ҡоштарын ҡырып бер аҙ зыян килтерәләр.
सिम भुइँचील नेपालमा पाइने एक प्रकारको चराको नाम हो । यसलाई अङ्ग्रेजीमा युरासियन मार्स ह्यारिअर (Eurasian Marsh Harrier) भनिन्छ ।
सिम भुइँचील नेपालमा पाइने एक प्रकारको चराको नाम हो । यसलाई अङ्ग्रेजीमा युरासियन मार्स ह्यारिअर (Eurasian Marsh Harrier) भनिन्छ ।
ডবাশেন [2](ইংৰাজী: Western Marsh-harrier, বৈজ্ঞানিক নাম-Circus aeruginosus) এটা ডাঙৰ আকাৰৰ মাংসভোজী চৰাইৰ প্ৰজাতি৷ ইয়াক সাধাৰণতে এছিয়া আৰু আফ্ৰিকা মহাদেশৰ প্ৰায়বোৰ অঞ্চলতে দেখা পোৱা যায়৷
The Western Marsh-harrier is 43 to 54 cm in length, and has a wingspan of 115 to 130 cm and a weight of 400 to 650 g in males and 500 to 800 g in females. It is a large, bulky harrier with fairly broad wings, and has a strong and peculiar sexual dichromatism. The male's plumage is mostly a cryptic reddish-brown with lighter yellowish streaks, which are particularly prominent on the breast. The head and shoulders are mostly pale greyish-yellowish. Whether from the side or below, flying males appear characteristically three-colored brown-grey-black. The legs, feet, irides and the cere of the black bill are yellow.
The female is almost entirely chocolate-brown. The top of the head, the throat and the shoulders have of a conspicuously lighter yellowish colour; this can be clearly delimited and very contrasting, or (particularly in worn plumage) be more washed-out, resembling the male's head colors. But the eye area of the female is always darker, making the light eye stand out, while the male's head is altogether not very contrastingly colored and the female lacks the grey wing-patch and tail. Juveniles are similar to females, but usually have less yellow, particularly on the shoulders.
The Western Marsh-harrier is often divided into two subspecies, the widely migratory C. a. aeruginosus which is found across most of its range, and C. a. harterti which is resident all-year in north-west Africa.
This species has a wide breeding range from Europe and northwestern Africa to Central Asia and the northern parts of the Middle East. It breeds in almost every country of Europe but is absent from mountainous regions and subarctic Scandinavia. It is rare but increasing in Great Britain where it has spread as far as eastern Scotland.[3] In the Middle East there are populations in Turkey, Iraq and Iran, while in Central Asia the range extends eastwards as far as north-west China, Mongolia and the Lake Baikal region of Siberia.
Most populations of the Western Marsh-harrier are migratory or dispersive. Some birds winter in milder regions of southern and western Europe, while others migrate to the Sahel, Nile basin and Great Lakes region in Africa, or to Arabia, the Indian subcontinent and Myanmar. The all-year resident subspecies harterti inhabits Morocco, Algeria and Tunisia.
Like the other marsh-harriers, it is strongly associated with wetland areas, especially those rich in Common Reed (Phragmites australis). It can also be met with in a variety of other open habitats, such as farmland and grassland, particularly where these border marshland. It is a territorial bird in the breeding season, and even in winter it seems less social than other harriers, which often gather in large flocks[4]
It hunts in typical harrier fashion, gliding low over flat open ground on its search for prey, with its wings held in a shallow V-shape and often with dangling legs.
It feeds on small mammals, small birds, insects, reptiles, and frogs.[5] [6]
The start of the breeding season varies from mid-March to early May. Western Marsh-harrier males often pair with two and occasionally three females. Pair bonds usually last for a single breeding season, but some pairs remain together for several years.
The ground nest is made of sticks, reeds and grasses. It is usually built in a reedbed, but the species will also nest in arable fields. There are between three and eight eggs in a normal clutch. The eggs are oval in shape and white in colour, with a bluish or greenish tinge when recently laid. The eggs are incubated for 31–38 days and the young birds fledge after 35–40 days.[উদ্ধৃতিৰ প্ৰয়োজন]
The Western Marsh-harrier declined in many areas between the 19th and the late 20th centuries due to persecution, habitat destruction and excessive pesticide use. It is a now a protected species in many countries. Its numbers are rising again in many places, most notably perhaps in Great Britain, where a single breeding female was left in 1971, whereas today over 200 pairs are present.
It still faces a number of threats, including the shooting of birds migrating through the Mediterranean region. They are vulnerable to disturbance during the breeding season and also liable to lead shot poisoning. Still, the threats to this bird have been largely averted and it is today classified as Species of Least Concern by the IUCN[1].
ডবাশেন (ইংৰাজী: Western Marsh-harrier, বৈজ্ঞানিক নাম-Circus aeruginosus) এটা ডাঙৰ আকাৰৰ মাংসভোজী চৰাইৰ প্ৰজাতি৷ ইয়াক সাধাৰণতে এছিয়া আৰু আফ্ৰিকা মহাদেশৰ প্ৰায়বোৰ অঞ্চলতে দেখা পোৱা যায়৷
પાન પટ્ટાઇ (અંગ્રેજી: Western Marsh Harrier, Eurasian Marsh-harrier), (Circus aeruginosus) એ વિશાળ શિકારી પક્ષી છે, જે સમશીતોષ્ણ અને ઉષ્ણકટિબંધની હદ પરના પશ્ચિમ યુરેશિયા અને તેની નજીકના આફ્રિકામાં વસવાટ કરે છે.
આ પક્ષી ૪૩ થી ૫૪ સે.મી. લંબાઈ, ૧૧૫ થી ૧૩૦ સે.મી. પાંખોનો વ્યાપ અને નર પક્ષી ૪૦૦ થી ૬૫૦ ગ્રામ વજન અને માદા પક્ષી ૫૦૦ થી ૮૦૦ ગ્રામ વજન ધરાવે છે. આ ઘણું મોટું, વજનદાર અને વિશાળ પાંખો ધરાવતું પક્ષી છે.
પાન પટ્ટાઇ (અંગ્રેજી: Western Marsh Harrier, Eurasian Marsh-harrier), (Circus aeruginosus) એ વિશાળ શિકારી પક્ષી છે, જે સમશીતોષ્ણ અને ઉષ્ણકટિબંધની હદ પરના પશ્ચિમ યુરેશિયા અને તેની નજીકના આફ્રિકામાં વસવાટ કરે છે.
சேற்று பூனைப்பருந்து (Western Marsh Harrier - Circus aeruginosus) ஒரு வலசை போகும் வேட்டைப்பருந்து (Harrier)[2] வகையாகும். சதுப்பு நிலங்களிலும் ஏரிகளிலும் நெல்வயல்களிலும் இப்பறவையைக் காணலாம்.
rufous = செம்பழுப்பு; harrier = வேட்டைப்பருந்து; dark brown = கரும்பழுப்பு;
சேற்று பூனைப்பருந்து (Western Marsh Harrier - Circus aeruginosus) ஒரு வலசை போகும் வேட்டைப்பருந்து (Harrier) வகையாகும். சதுப்பு நிலங்களிலும் ஏரிகளிலும் நெல்வயல்களிலும் இப்பறவையைக் காணலாம்.